Του Μωυσιάδη Παναγιώτη
Πατρίδας είναι η κραυγή,
πατρίδας η καμπάνα,
πατρίδας τ’ αναστέναγμα
μπρός στη σβηστή λαμπάδα.
Πού να ‘ναι τα βαγγέλια,
μήτρες των βασιλιάδων,
ευχές μανάδων κι οι χαρές
νιόγαμπρων και νυφάδων ;
Κι αυτά, τα μοναστήρια σου ,
δοξάσαν οι αγγέλοι
αιώνες, χρόνους και καιρούς
στα ένδοξα τα μέρη.
Με φλάμπουρα και λάβαρα
βυζαντινά μοτίβα
στολίσανε τις εκκλησιές,
σκαλίσαν τα στασίδια.
Λύρες, σε τραγουδούσανε
΄΄Σουμέλα παναγία μ’ ΄΄
και οι ψαλτάδες στη σειρά
σαν μια μυσταγωγία.
Άπλωσ’ η νύχτα τη σιωπή
κι η μέρα την ραστώνη
κι η Αγιά Σοφιά δε λειτουργεί,
καντήλι δε λαδώνει…
Ένας κρυφός χριστιανός
στ’ ακρίτα το αυλάκι,
του πήραν τα βαγγέλια
και τ’ Αεργιού τη σπάθη.
Γραφίδας είναι ανάθεμα
και κοντυλιού κατάρα,
ορφάνιας μαύρο ριζικό
και ιστορίας κλάμα.
Αυτά τα μέρη, τ’ άκλερα,
που τα κατέχουν ξένοι,
κάποτε τα κατείχανε
Ρωμιοί ανδρειωμένοι.
Αυτά τα σπίτια μαρτυρούν
πως ήτανε δικά μας
κι απ’ το λιβάνι της καρδιάς
έχουν τη μυρωδιά μας.
Μάρτυρες και μαρτύρια
θρύλοι και ιστορίες,
μέσα στο φόντο, το θολό
αρχόντων αμαρτίες.
Πάνω στου Πόντου τα βουνά
περιδιαβαίνει το γιατί,
κι απ’ της καμπάνας την κλαγγή
αντιλαλιά δεν θ’ ακουστεί.
Το ένα σήμαντρο σιωπά ,
το τάλαντο σαπίζει
και μια καμπάνα ορφανή
χωρίς ψυχή δακρύζει.
Μόνο η μνήμη ψηλαφεί
τη δόλια ιστορία,
να της χρεώσει το γιατί
στην ατιμωρησία !!.