Ήταν 103 χρόνια πριν, τη νύχτα της 11ης προς τη 12η Σεπτεμβρίου 1921, όταν πάνω από 500 Ελληνίδες και Έλληνες της Σάντας του Πόντου, κυνηγημένοι από τους Γενοκτόνους Τούρκους και για να μην προδοθούν, αποφάσισαν να θυσιάσουν τα παιδιά τους, επτά νήπια, των οποίων το κλάμα αποκάλυπτε τη θέση του!
Τα βρέφη της Σάντας έσωσαν τους γονείς τους, τα αδέλφια τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους και αποτελούν την κορυφαία ίσως στιγμή του Ελληνικού Ολοκαυτώματος, τραγική και επώδυνη πράξη που σημάδεψε τις επτά μητέρες που αποχωρίστηκαν τον καρπό των ωραιότερων (συν)αισθημάτων που χάρισε ο Θεός στους ανθρώπους, παραδίδοντας προς «θυσία» τα σπλάχνα των σπλάχνων τους.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων που ζούσαν στο οθωμανικό κράτος, αποτέλεσε την τραγικότερη σελίδα της ζωής του Ελληνισμού και στοίχισε τη ζωή σε 1.000.000 Ελληνίδες και Έλληνες.
Ιδιαίτερη θέση σε αυτήν την περίοδο κρατά η γυναίκα και το μικρό παιδί, τα οποία αποτέλεσαν αφενός συγκεκριμένο στόχο του προμελετημένου εγκλήματος, λόγω του ειδικού τους βάρους στην κοινωνία και την οικογένεια, αφετέρου ήταν αποδέκτες όλων των επιπτώσεων της γενοκτονίας (χηρεία, προσφυγιά, βιασμός, ορφάνια κ.ά).
Μετά τη δολοφονία των ανδρών, οι γυναίκες απετέλεσαν το μέρος εκείνο του πληθυσμού, πάνω στο οποίο κάθε χτύπημα θα επέφερε σημαντικό πλήγμα συνολικά στην εθνική ομάδα. Η γυναίκα είναι η πηγή της ζωής, κάθε δολοφονία στερούσε από τον Ελληνισμό τη βιολογική του συνέχεια. Όπου δεν μπορούσε να γίνει αυτό, υπήρχε ο βιασμός και ο καρπός της αγάπης και του έρωτα και έτσι η μητρότητα, μετατρεπόταν σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, σε παντοτινή υπενθύμιση του εγκλήματος. Παράλληλα υπήρχε ο βιασμός των εγκύων και μετέπειτα η δολοφονία μητέρας και εμβρύου, υπήρχε ο εγκλεισμός χιλιάδων γυναικών σε τουρκικά σπίτια. Άλλες γυναίκες αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα βρέφη τους στους αντάρτες, ώστε το κλάμα τους να μη τους προδώσει στους διώκτες τους.
Παράλληλα υπήρξε μία ομάδα γυναικών και παιδιών η οποία κάτω από ιδιαίτερα πιεστικές συνθήκες, έχασε τη θρησκευτική και εθνική της ταυτότητα και οδηγήθηκε για πάντα στο σκοτάδι της άγνοιας της καταγωγής και της προέλευσης. Ενδεικτικές καταγραφές Ελληνόφωνων, μουσουλμάνων ή /και κρυπτοχριστιανών γυναικών και παιδιών υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Η αντίσταση της γυναίκας σε αυτές τις πολιτικές βίας έχει διάφορες μορφές. Από την ένοπλη αντίσταση με τη συμμετοχή στο αντάρτικο, έως την επιλογή του θανάτου, αντί να υποστεί τον εξευτελισμό και την ταπείνωση.
Μια ειδικότερη μορφή αντίστασης που συναντάται όχι μόνο στη Σάντα, αλλά και σε άλλες περιοχές είναι η εγκατάλειψη των βρεφών χάριν της σωτηρίας του συνόλου και της ομάδας.
Στη Σάντα υπήρχαν μαζί με τους αντάρτες, οι οποίοι ανέλαβαν δράση για να τους προστατέψουν, γυναίκες και παιδιά, όπως μας πληροφορούν οι Σανταίοι της ενορίας Πιστοφάντων. Το Σεπτέμβριο του 1921 οι αντάρτες μαζί με το δυσκίνητο αυτό το σώμα των γυναικόπαιδων, δέχτηκαν επίθεση. Η διαφυγή ήταν δύσκολη και η μόνη λύση ήταν να σταλούν μόνες οι γυναίκες και τα παιδιά σε ασφαλές σημείο.
Η απόφαση συνάντησε την άρνηση των γυναικών, και η κατάσταση έγινε τραγική ακόμη περισσότερο με τα κλάματα των μικρών παιδιών. Τότε, όπως αναφέρθηκε αργότερα από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες «πολλά παιδιά, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους και μη θέλοντας να χωρισθούν εκ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου».
Ο αρχηγός των ανταρτών της Σάντας καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης στο ημερολόγιο του γράφει ότι «ο στρατός, όταν είδε ότι δεν είμαστε εκεί επροχώρησαν μέχρι το λημέρι και το βρήκαν άδειο και ανέβηκαν εις Μερτσιάν Λιθάρ, όπου βρήκαν τα μικρά σκοτωμένα και αμέσως ειδοποίησαν τον Μέραρχον και ήλθαν επί τόπου. Και όταν είδε τα μικρά σφαγμένα διέταξε αμέσως τον στρατόν να φύγουν πίσω και να μαζευθούν όλοι στη Σάντα και εκείθεν να πάνε πίσω λέγων ότι οι άνθρωποι που σφάζουν τα παιδιά τους είνε αδύνατον να παισθούν και ως εκ τούτο είνε περιττόν να μείνωμε…».
Στις περισσότερες από αυτές τις γυναίκες της Σάντας και άλλων περιοχών οι οποίες παρέδωσαν τα βρέφη τους στους αντάρτες, είχαν κλονισμό της ψυχικής τους υγείας, αφού επέζησαν των βιαιοτήτων και των σφαγών εκδηλώνονταν αργότερα το σύνδρομο και η ενοχή του διασωθέντα.
Μία από αυτές ήταν και η προγιαγιά μου Ελένη……
Η σκέψη τους και η μνήμη τους σταμάτησε στα γεγονότα των διωγμών και των σφαγών, εμφάνιζαν συμπτώματα διαρκούς άγχους και διαρκών καταπτώσεων, ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο ψυχισμό, ο οποίος αποτυπώθηκε σε όλες τις συλλογικές εκφράσεις των Ελλήνων, όπως είναι τα μνημεία στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν κεντρικές παραστάσεις γυναικών.
Ο επίλογος της μαζικής δολοφονίας, εξευτελισμού, εξανδραποδισμού, χειραγώγησης των γυναικών και των ορφανών γράφτηκε στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη της προσφυγιάς.
Η γυναίκα και τα ορφανά παιδιά έψαχναν τους αγνοουμένους τους στην Ελλάδα (αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού), τους εναπομείναντες συγγενείς της στην πατρίδα (εξισλαμισμένοι) και θρηνούσαν τους νεκρούς της. Καταυλισμοί και ορφανοτροφεία ήταν τα σπίτια τους μετά τον ξεριζωμό, όπου άρχισε μία νέα ζωή με έντονες μνήμες από το παρελθόν.
Παρελθόν το οποίο για τις Ελληνίδες της Σάντας στιγματίστηκε για πάντα από τη θυσία των παιδιών τους……