Η στεγαστική κρίση που βιώνει σήμερα η Ελλάδα και κυρίως τα αστικά μεγάλα αστικά κέντρα, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αποτέλεσμα ενός ξαφνικού οικονομικού φαινομένου. Είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης πολιτικής αδράνειας και ενός μοντέλου ανάπτυξης που αντιμετώπισε την κατοικία ως ατομικό βάρος και όχι ως συλλογικό δικαίωμα. Η άνοδος των τιμών των ενοικίων, η αδυναμία χιλιάδων πολιτών να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή στέγη και η διεύρυνση των ανισοτήτων δεν είναι συμπτώματα μιας κρίσης, αλλά ενδείξεις μιας διάχυτης θεσμικής απουσίας.
Για δεκαετίες, η Ελλάδα στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών. Το κράτος δεν δημιούργησε οργανωμένη πολιτική κοινωνικής κατοικίας, δεν χαρτογράφησε ποτέ ουσιαστικά το κτιριακό απόθεμα και δεν απέκτησε μηχανισμούς διαχείρισης των χιλιάδων κενών ή αναξιοποίητων ακινήτων. Την ίδια στιγμή, άλλες ευρωπαϊκές χώρες επένδυσαν σε δομές που σταθεροποιούν την αγορά και προστατεύουν τους πολίτες: δημόσιοι φορείς στέγασης, ρυθμιστικά πλαίσια για τις αυξήσεις των μισθωμάτων, συστήματα αξιολόγησης κατοικιών και μακροχρόνια στεγαστικά ταμεία.
Η απουσία ανάλογων εργαλείων στην Ελλάδα αφήνει τη στεγαστική αγορά σε μια κατάσταση που μοιάζει με «αυτορρύθμιση χωρίς φρένα». Οι επιδοτήσεις ενοικίου—αν και ανακουφίζουν προσωρινά—καταλήγουν συχνά να ενισχύουν τη ζήτηση, χωρίς να αυξάνουν την προσφορά. Έτσι, οι τιμές ανεβαίνουν, οι πιέσεις μετακυλίονται στους πιο ευάλωτους και ο κύκλος αναπαράγεται. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και νοικοκυριά με σταθερό εισόδημα βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο της στεγαστικής επισφάλειας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για νέα στεγαστική στρατηγική είναι πλέον πολιτική υποχρέωση. Η χώρα χρειάζεται έναν κεντρικό θεσμό, ο οποίος θα μπορεί να επενδύει συστηματικά στην ανακαίνιση και αξιοποίηση ανενεργών ακινήτων, να δημιουργεί κοινωνικές κατοικίες με ελεγχόμενο ενοίκιο και να λειτουργεί ως αντίβαρο στις ακραίες διακυμάνσεις της αγοράς. Παράλληλα, απαιτείται ένα σύγχρονο σύστημα καταγραφής και αξιολόγησης των κατοικιών, που θα επιτρέπει στον νομοθέτη να παρεμβαίνει με πραγματικά δεδομένα και όχι με αποσπασματικές εκτιμήσεις.
Η κατοικία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα ιδιωτικό πρόβλημα που λύνεται αποκλειστικά μέσω των δυνάμεων της αγοράς. Είναι δημόσιο αγαθό, βασικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς σταθερότητα στη στέγη, δεν υπάρχουν σταθερές κοινότητες· χωρίς προσιτή κατοικία, δεν υπάρχει ελπίδα για δημογραφική ανανέωση· χωρίς οργανωμένη στεγαστική πολιτική, η χώρα θα συνεχίσει να τρέχει πίσω από ένα πρόβλημα που η ίδια άφησε να διογκωθεί.
Η Ελλάδα οφείλει, επιτέλους, να περάσει από τη διαχείριση της στεγαστικής κρίσης στη διαμόρφωση μιας νέας στεγαστικής πραγματικότητας. Και αυτή η μετάβαση δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Είναι πολιτική επιλογή—ίσως από τις σημαντικότερες των επόμενων ετών.
Ηλίας Σιδέρης


































