Με αφορμή την πρόσφατη αποχώρηση της ισπανικής πετρελαϊκής εταιρείας «Repsol» από τις έρευνες εξεύρεσης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, αυξήθηκε ο σκεπτικισμός για το μέλλον της εξόρυξης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων και πλησίον της Κρήτης.
Οι αρνητικές προοπτικές για τη μελλοντική αξιοποίησή τους βασίζονται σε πολλούς παράγοντες.
Καταρχάς σήμερα υλοποιείται στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε άλλες τεχνολογίες φιλικές προς το περιβάλλον για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και πολλών άλλων κρατών, να εξαλείψουν τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050 κάνει αναπόφευκτη τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης σε αέριους και υγρούς υδρογονάνθρακες. Επιπροσθέτως, το κόστος εξόρυξής τους από μεγάλα βάθη είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Ταυτόχρονα, υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, καθώς αυτές είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Στα μέσα Απριλίου του 2020 η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο, λόγω του ιού SARS-CoV-2, μειώθηκε δραματικά. Η τιμή του διαμορφώθηκε σε μείον 37.63 $ το βαρέλι, κάτι πρωτόγνωρο ιστορικά. Κάποιος πληρωνόταν εφόσον έπαιρνε πετρέλαιο από τις δεξαμενές αποθήκευσής του (με 37.63 $ το βαρέλι), ούτως ώστε να δημιουργηθεί χώρος για να αποθηκευτεί το νέο που παραγόταν. Εξάλλου, έμπειροι διεθνείς εμπειρογνώμονες στον τομέα της ενέργειας, όπως ο Jeremy Rifkin και ο Daniel Yergin, τοποθετούν την κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του ’20 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’30.
Ένας επιπλέον παράγοντας σχετίζεται με τη σημερινή δυσμενή θέση των εταιρειών παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου στις ΗΠΑ. Ενώ με την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας οι ΗΠΑ κατάφεραν να (ξανα)γίνουν μεγάλη πετρελαϊκή δύναμη στην παραγωγή και εξαγωγή υδρογονανθράκων, η πρόσφατη κατάρρευση των τιμών τους οδήγησε σε αδιέξοδο πολλές από τις εταιρείες αυτές.
Συγχρόνως, μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, οι οποίες βλέπουν την παγκόσμια στροφή σε καθαρές ενεργειακές πηγές και τη μελλοντική μείωση στη ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, προβληματίζονται να επενδύσουν στην εξεύρεση νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Αντίθετα, προτιμούν να περιορίσουν τις έρευνες και να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους σε κλιματικά ουδέτερες ενεργειακές πηγές, όπου θα διαθέσουν εκεί τα κεφάλαια τους, διαβλέποντας τη δυνατότητα να αποκομίσουν κέρδη στον τομέα αυτό.
Τέλος, μείζον αποδεικνύεται και το δίλλημα των θεσμικών επενδυτών (π.χ. των ασφαλιστικών ταμείων που κατέχουν τεράστια κεφάλαια) σχετικά με τις επενδύσεις τους σε μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες. Οι επενδυτές αυτοί, βλέποντας την παγκόσμια στροφή σε καθαρές πηγές ενέργειας, φοβούνται ότι οι σημερινές επενδύσεις τους σε μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλες απώλειες κεφαλαίων. Προτιμούν, λοιπόν, να απο-επενδύσουν από τις μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών και να επενδύσουν σε εταιρείες που συνδέονται με την αξιοποίηση καθαρών πηγών ενέργειας, με συνέπεια την πτώση της αξίας των μετοχών των πετρελαϊκών εταιρειών.
Συνεπώς, αν και οι μελλοντικές τιμές των υδρογονανθράκων καθίσταται αδύνατον να προβλεφθούν, είναι πιθανόν η εξόρυξη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας, και βεβαίως στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης, να εγκαταλειφθεί για το απώτερο μέλλον.
Έτσι οι όποιες προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί στο παρελθόν ίσως δεν ευοδωθούν. Οι υπέρμαχοι της αειφόρου ανάπτυξης θα δικαιωθούν. Και ταυτόχρονα, θα επιταχυνθεί η αξιοποίηση των καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών.
* Χημικού Μηχανικού ΕΜΠ, M.Sc., Ph.D.