O tempora , o mores!
Yπήρχε «γενοκτονολαγνεία» στο ελληνικό κράτος;
Του Βλάση Αγτζίδη (*)
Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες ενδιαφερόντων εξελίξεων πάνω στην ιστορία της προσπάθειας για αναγνώριση της Γενοκτονίας του Πόντου.
Η αφορμή δόθηκε από τις περσινές δηλώσεις του Δημήτρη Καιρίδη (νυν υποψήφιου ευρωβουλευτή της ΝΔ), όταν σε ένα σεμιναριακό μάθημα θεώρησε ότι αποδομούσε την «εθνικιστική ιδεολογία» με διάφορες προκλητικές παραδοχές όπως ότι το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» είναι ένας μύθος εθνικιστικός, όπως και ότι μύθος είναι και η Γενοκτονία των Ποντίων. Συγκεκριμένα ανάφερε: «… Έχουμε και έναν πολλαπλασιασμό των γενοκτονιών και μια γενοκτολογία και γενοκτολαγνεία που δεν είχαμε. Ξαφνικά εμφανίζεται η Ποντιακή Γενοκτονία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Αποφασίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η Βουλή των Ελλήνων να αναγάγει τα δραματικά και τραγικά γεγονότα των Ελλήνων Ποντίων στη Μαύρη Θάλασσα σε γενοκτονία». Κατ αρχάς να επισημάνουμε ότι ο σωστός όρος είναι «γενοκτονολαγνεία» και όχι «γενοκτολαγνεία» που δεν σημαίνει τίποτα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η θέση αυτή επαναλαμβάνει σε πρόσφατο χρόνο μια από τις θέσεις των Αρνητών της Γενοκτονίας όπως εκφράστηκε από την Ομάδα του Ιού και δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» στις 17/2/2001 υπό τον τίτλο «Καθένας κι η γενοκτονία του».
Ίσως το 2001 να υπήρχαν κάποια ελαφρυντικά στους ανθρώπους του Ιού γιατί οι πληροφορίες ήταν λιγότερες και η διεθνής έρευνα δεν είχε καταλήξει σε τελεσίδικα συμπεράσματα, όπως σήμερα. Όμως η αναπαραγωγή εκείνης της πρωτόγονης ανάλυσης δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε με ακαδημαϊκά, ούτε με πολιτικά κριτήρια. Να σημειώσουμε ότι έχουν από χρόνια κυκλοφορήσει τα έργα των κορυφαίων Τούρκων ιστορικών Taner Aksam, Fuat Duntar, το συλλογικό έργο THE GENOCIDE OF THE OTTOMAN GREEKS (εκδ. Melissa, Ν. Υόρκη), του Hans-Lukas Kieser, Talaat Pasha: Father of Modern Turkey, Architect of Genocide και αρκετά ακόμα. Ενώ στο τυπογραφείο βρίσκεται από τις εκδόσεις του Harvard το έργο των Βenny Μorris και Dror Ze’eviμε τίτλο THE THIRTY- YEAR GENOCIDE. Turkey’s Destruction of Its Christian Minorities, 1894–1924.
Σε ποιόν ανήκει η Ελλάδα;
Τα λάθη βεβαίως της συγκεκριμένης ανάλυσης δεν περιορίζονται μόνο στις ποντιακές αναφορές. Για παράδειγμα φαίνεται να μην είναι κατανοητό ότι το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’80 δεν είχε ξενοφοβικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, αλλά αντιθέτως εννοούσε ότι δεν θα έπρεπε να συνεχιστεί η απόλυτη εξάρτηση από την υπερπόντια υπερδύναμη που είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο και την είχε χρησιμοποιήσει σε υλοποίηση ανήθικων σκοπών όπως η καταστροφή της Κύπρου.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα της γενοκτονίας και των όρων εμφάνισης κατά τη δεκαετία του ’80.
Η πολιτική του ελληνικού κράτους αποσκοπούσε οριστικά στην πλήρη ιδεολογική αφομοίωση των προσφύγων του ’22 και στην απεμπόληση των ιδιαίτερων ιστορικών εμπειριών τους. Ας μη μας διαφεύγει ότι η πολιτική του συντηρητικού χώρου στο ζήτημα το προσφυγικό κατά το Μεσοπόλεμο υπήρξε πολύ αρνητική προς τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η στάση αυτή της παραγνώρισης και της υποβάθμισης μιας σημαντικής ιστορικής εμπειρίας επιβλήθηκε τόσο στο χώρο της νεοελληνικής ιδεολογίας, όσο και της επίσημης και «ανεπίσημης» ιστοριογραφίας. Την ίδια αντιμετώπιση και την ίδια μοίρα θα έχουν και οι πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες του Εύξεινου Πόντου, που διασώθηκαν στα σοβιετικά παράλια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ας δούμε όμως πoιά κατάσταση υπήρχε στον προσφυγικό χώρο την εποχή της Μεταπολίτευσης, ποιες νέες συνθήκες είχαν δημιουργηθεί και τι παρήχθη τελικά από την κίνηση της ίδιας της κοινωνίας.
Πώς εμφανίστηκε το κίνημα προσφυγικής Μνήμης
Η Μεταπολίτευση (αρχίζει το 1974) απέχει μόλις 52 χρόνια από το ’22. Η πρώτη γενιά ζει ακόμα, η δεύτερη μεγάλωσε μέσα στη δεκαετία του ’40 και η τρίτη μόλις ξεμύτισε από το αντιδικτατορικό κίνημα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στο πρόσωπο των εγγονών των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, η αποκλεισμένη προσφυγική Μνήμη συναντήθηκε με την πολιτικο-ϊδεολογική και οργανωτική εμπειρία όπως είχε μορφοποιηθεί την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά είχε κληρονομήσει τη γνώση της ιστορικής εμπειρίας και τα συναισθήματα, μέσω της άμεσης συνάφειας με τους φορείς του φυσικού Τραύματος, εντελώς αδιαμεσολάβητα. Ευνοήθηκε από την εμφάνιση της Κοινωνίας των Πολιτών ώστε να μεταφέρει στο δημόσιο χώρο το Τραύμα, που έως τότε αναπαραγόταν αυθόρμητα στην οικογένεια και στους προσφυγικούς συλλόγους.
Παράλληλα μπόρεσε να εκφράσει και να δημοσιοποιήσει τις αποκλεισμένες και απαγορευμένες έως τότε από την εξουσία, πολιτικές ερμηνείες για τα όσα συνέβησαν στην Ανατολή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 –και με απόλυτη πρωτοβουλία της Αριστεράς- εμφανίστηκαν στο δημόσιο χώρο ιδέες που αρχικά συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της τότε Δεξιάς και κατατέθηκαν «αιρετικές» ιστορικές ερμηνείες, σε σχέση πάντα με την επίσημη εκδοχή. Η δεκαετία του ‘80 απείχε μόλις 20 χρόνια από τη δεκαετία του ’60, όταν για πρώτη φορά ξεκίνησε η πολιτική ανασυγκρότηση του προσφυγικού χώρου, την οποία σταμάτησε η Δικτατορία.
Οι εκφραστές αυτών των «νέων» ερμηνειών, που ανήκαν στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά των ελλαδικών Ποντίων, επί της ουσίας ήταν φορείς δύο επάλληλων Τραυμάτων: Των τραγικών γεγονότων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1914-1923 και της τρομερής δεκαετίας του ’40 στην Ελλάδα (Κατοχή-Εμφύλιος)
Στο κυρίαρχο σύστημα, η προσφυγική Μνήμη αντιμετωπίστηκε εξ αρχής ως άχθος και εμπόδιο στην εξωτερική, αλλά και στην εσωτερική πολιτική. Οι αναγνωρίσεις του 1994 και του 1998 υπήρξαν επί της ουσίας ως κατάκτηση της κοινωνίας των πολιτών και όχι ως απόφαση του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Εν κατακλείδι
Οπότε εάν θέλουμε να μιλήσουμε για «μύθο» το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η τοποθέτηση του Καιρίδη επαναφέρει στις μέρες μας έναν παλιό αντιπροσφυγικό μύθο του 2001, που γεννήθηκε από την αμφισβήτηση του δημοκρατικού δικαιώματος των γόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής να επιδιώξουν την ενσωμάτωση της δικής τους ιστορικής κληρονομιάς στο συλλογικό εθνικό αφήγημα. Και εν τέλει εξέφρασε όλα εκείνα τα αντιδραστικά συναισθήματα που γεννήθηκαν από την παραδοσιακή παραγνώριση της εμπειρίας του ελληνισμού της Ανατολής. Και γι αυτό η προσπάθεια των γόνων των προσφύγων να καταξιώσουν την ιστορική τους εμπειρία χρησιμοποιώντας σύγχρονα νομικά και πολιτικά εργαλεία συνάντησε την χλεύη από κάποια παράδοξα κέντρα. Μια χλεύη που σήμερα έχει ονομαστεί ‘’φαινόμενο της Άρνησης της Γενοκτονίας’’.
Στα θετικά της όλης ιστορίας είναι ότι ο Δημήτρης Καιρίδης αποδέχτηκε ότι τελικά η συζήτηση για τις γενοκτονίες δεν βασίζεται σε μυθολογία αλλά σε μια παραγνωρισμένη βαριά ιστορική κληρονομιά και ότι μύθο και αυθαιρεσία συνιστά η υποβάθμισή και η παραγνώρισή της….
——————
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ ιστορίας-μαθηματικός. Είναι υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ
πηγή: kars1918.wordpress.com