Είχαν παρέλθει 65 έτη από την προηγούμενη επίσημη επίσκεψη Τούρκου προέδρου στη χώρα μας. Γι’ αυτό και οι προηγηθέντες της επίσκεψης πανηγυρισμοί από μέρους της κυβέρνησης στη βάση της ελπίδας ότι θα συμβάλει η επίσκεψη στην εξομάλυνση των μεταξύ των δύο χωρών σχέσεων. Από την άλλη πλείστοι όσοι πολιτικοί από άλλους χώρους και αναλυτές των γεγονότων είχαν επισημάνει το άκαιρο αυτής της χωρίς νόημα επίσκεψης. Η επίσκεψη ανήκει πλέον στο παρελθόν και κάποιοι επιχείρησαν την αποτίμησή της. Κατά το σύνηθες οι κυβερνώντες αυτοεγκωμιάζονται, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοί τους και άλλοι ασκούν έντονη κριτική. Τι τελικά συνέβη; Τίποτε το σοβαρό, με την έννοια ότι οι διμερείς σχέσεις δεν αναμένεται να διαφοροποιηθούν ούτε προς βελτίωση οὐτε προς επιδείνωση αυτών.
Οι εμφορούμενοι από ανάγκη τόνωσης της εθνικής υπερηφάνειας αισθάνθηκαν ότι ο πρωθυπουργός μας μίλησε με θάρρος και απέφυγε τη χρήση της διπλωματικής γλώσσας, δια της οποίας λέγονται πολλά χωρίς να εκφράζεται κατά τρόπο σαφή το οτιδήποτε. Σαφής όμως υπήρξε στις θέσεις του και ο Τούρκος πρόεδρος και ασφαλώς τόνωση της εθνικής υπερηφάνειας αισθάνθηκαν αρκετοί πολίτες της γείτονος χώρας. Ποια η διαφορά; Ο Τούρκος «αγωνιζόταν» εκτός έδρας, του πρόσφερε βήμα η ελληνική τηλεόραση.
Ας εξετάσουμε τα εκτεθέντα από ελληνικής πλευράς. Πολύ ορθά ετέθη το θέμα της εισβολής και κατοχής τμήματος της Κύπρου. Όμως ετέθη ως θέμα διμερές και με τη βεβαιότητα ότι ακόμη και αν δεν υπήρχαν προβλήματα προς επίλυση, που θα ετίθεντο από πλευράς της Τουρκίας, δεν υπήρχε περίπτωση ο Ερντογάν να έδειχνε την παραμικρή διάθεση επίλυσης του κυπριακού. Στην εισβολή είχαν εμπλακεί «φίλοι» και «σύμμαχοι», πρώτοι και καλύτεροι οι Άγγλοι. Έναντι αυτών οι κατά καιρούς κυβερνήσαντες τη χώρα τήρησαν και τηρούν αιδήμονα στάση αποφεύγοντας και τον παραμικρό υπαινιγμό σε βάρος τους. Η κυπριακή δημοκρατία διχοτομημένη εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όμως αυτό ουδόλως ενοχλεί τους ιθύνοντες των Βρυξελλών. Τα κατά καιρούς σχέδια προς επίλυση του προβλήματος φέρουν έντονη τη σφραγίδα της ανθελληνικότητας των συντακτών τους καθ’ υπόδειξη των ισχυρών του πλανήτη. Όλα αυτά κατανοητά. Το ακατανόητο είναι ότι έναντι των εχθρών μας εμείς εξακολουθούμε να παραμένουμε διχασμένοι στο έπακρον και να αναλωνόμαστε σε αντιπαραθέσεις στα όρια του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Πλείστες όσες πολιτικές δυνάμεις όμως συντάχθηκαν με το σχέδιο Ανάν και μεταξύ αυτών το τότε ισχνό κόμμα, που σήμερα κυβερνά! Είναι λοιπόν κύριο πρόβλημα για τη χώρα μας ο «σουλτάνος» Ερντογάν, που ονειρεύεται την επανίδρυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας;
Ετέθη, πολύ ορθά, από τον πρωθυπουργό μας το πρόβλημα εκ των συνεχών παραβιάσεων στο Αιγαίο, καθώς αυτές θέτουν σε διαρκή κίνδυνο τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας και των δύο χωρών. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι δισεπίλυτο στα πλαίσια της έρμης «συμμαχίας» του ΝΑΤΟ. Έπρεπε να τεθεί, επί τέλους, τώρα και όχι προ καιρού σε κάποια σύσκεψη των «συμμάχων», στους οποίους προσφέρουμε γην (βάση της Σούδας) και ύδωρ (τις θάλασσές μας) για τις επιχειρήσεις τους στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, που προκαλούν όλεθρο στους λαούς των περιοχών αυτών;
Ο πρωθυπουργός απέφυγε να αναφερθεί σε δύο θέματα: Την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ρωμηών της Μικράς Ασίας από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς. Την προκλητική επέμβαση της Τουρκίας στα εσωτερικά μας, μέσω της αήθους δράσης του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Αν έθετε το πρώτο θα ξεσηκωνόταν κάποια συνιστώσα του κόμματός του, η οποία ατιμώρητη ασελγεί επί των θυμάτων της γενοκτονίας, που με αργό βέβαια ρυθμό, λόγω της έλλειψης αγωνιστικότητας από μέρους μας, αναγνωρίζεται στη διεθνή σκηνή. Αν έθετε το δεύτερο θα ξεσηκώνονταν όλοι οι πολιτικοί, οι οποίοι κατά καιρούς εξελέγησαν με την εμφανέστατη εύνοια του τουρκικού προξενείου, το οποίο «δίνει γραμμή» με τελευταίο ευνοημένο το κυβερνόν κόμμα. Από τα όσα παραθέσαμε συνάγεται αβίαστα ότι το πρόβλημά για τη χώρα μας δεν είναι ο Ερντογάν, αλλά εμείς οι ίδιοι.
Ο Ερντογάν προσκλήθηκε, δεν ήρθε αυτόκλητος. Γιατί ήρθε; Ήδη το έγραψα: Για να κερδίσει στα «σημεία» εκτός έδρας. Κάποιοι «βαθυστόχαστοι» έγραψαν ότι επιδίωξε να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα ως πολιορκητικό κριό για την παραβίαση των πυλών της ΕΕ. Επιεικώς αστείο. Δυστυχώς, η τελευταία που υπολογίζουν στις Βρυξέλλες είναι η χώρα μας. Ο Ερντογάν τόλμησε, έτσι φαίνεται, να έλθει σε ρήξη με την παραδοσιακά φίλη της Τουρκίας Γερμανία και τώρα ζητά τη βοήθειά μας για να κάμψει τη ρητά πλέον εκφρασμένη άποψη πολλών ηγετών ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να εισέλθει στην ΕΕ (πριν αυτή διαλυθεί, συμπληρώνω εγώ).
Είχε άλλα θέματα προς συζήτηση ο Ερντογάν και τα έθεσε επιτυχώς μάλιστα ενώπιον τηλεοπτικών συνεργείων κατά την επίσκεψή τους τον πρόεδρο της Δημοκρατίας μας. Πρώτο το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Εμείς επαναπαυόμαστε στον σχετικό όρο της συνθήκης της Λωζάνης και αδιαφορούμε παντελώς για την πραγματικότητα στη Θράκη μας. Μπορεί να απαγορευόταν μέχρι πρόσφατα η ίδρυση τουρκικών συλλόγων, όμως η άσκηση επιτυχούς πολιτικής της γείτονος, μέσω του τουρκικού προξενείου (εκφοβισμοί και εξαγορά συνειδήσεων) είχε ως αποτέλεσμα τον εκτουρκισμό μεγάλου αριθμού Πομάκων και Ρομά! Η ελληνική Βουλή ήδη ψήφισε διάταξη, που ανοίγει τη θύρα για την αναγνώριση από πλευράς των πρωτοδικείων τουρκικών συλλόγων. Αυτό γιατί δεν το ανέφερε με καύχηση ο πρωθυπουργός μας και γιατί δεν επισήμανε και το «ομόψυχο» μεγάλου τμήματος της Βουλής στην απόφαση, ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν έξωθεν, μετά από διαρκείς παραστάσεις της Τουρκίας σε διεθνή φόρα; Ο Ερντογάν και επί ελληνικού εδάφους έθεσε το ζήτημα της αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάνης. Αλλά ο πρωθυπουργός δεν έκανε νύξη στο θέμα του κυματισμού επί τουρκικού εδάφους της σημαίας της Δυτικής Θράκης στο πλάι της τουρκικής. Το άλλο του κυματισμού της επί ελληνικού εδάφους δεν πρέπει να κοινοποιείται, διότι υπάρχει κίνδυνος να ξυπνήσουν εθνικά οι διεθνιστικά αποκοιμισμένοι Έλληνες. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και πάλι το πρόβλημα είμαστε εμείς.
Στο μείζον για τον Ερντογάν θέμα, θέμα γοήτρου, της παράδοσης των Τούρκων αξιωματικών, που κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το πραξικόπημα, ο πρωθυπουργός μας υποστήριξε την ανεξαρτησία της ελληνικής δικαιοσύνης. Αλλά αυτή είναι τόσο ανεξάρτητη, όσο ήταν και όταν απελευθερώνονταν με πολιτική παρέμβαση, λόγω έξωθεν πιέσεων, οι τοποθετήσαντες την ψευτοβόμβα στην προβαλλόμενη από την τουρκική προπαγάνδα ως οικία του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, με συνέπεια την τραγωδία του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης (1955). Αν οι ΗΠΑ ζητούσαν να τους παραδώσουμε θα ήταν τόσο ανεξάρτητη η ελληνική δικαιοσύνη;
Όσο για το τζαμί, μέσω του οποίου ο Ερντογάν ελπίζει να καταστεί ο ηγέτης του συνόλου των μουσουλμάνων των εγκατεστημένων στη χώρα μας, πρέπει να είναι ήσυχος. Τα τάμα των πρωταγωνιστών της εθνεγερσίας για την ανέγερση του ναού του Σωτήρος Χριστού δεν έχουμε τη διάθεση να το εκπληρώσουμε, όμως τζαμί η Αθήνα θα αποκτήσει.
Ελλάδα το μέλλον σου ανήκει!
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»