Ξανθίππη Στεφανίδου (το γένος Αποστολίδη). Γεννήθηκε στο χωριό Καρμούτ ( Κοτσά-πινάρ) της Αργυρούπολης του Πόντου το 1917, την ημέρα, που τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό της και το ελευθέρωσαν. Ένα χρόνο μετά, το φθινόπωρο του 1918, οι Ρώσοι εγκαταλείπουν την Αργυρούπολη και η μάνα της Ξανθίππης με τα παιδιά της κρύβονται με άλλες γυναίκες σε μια σπηλιά για να γλυτώσουν από τους εξαγριωμένους τσέτες του Κιόρ –Αλή. Τότε η Ξανθίππη, μικρό κοριτσάκι ενός χρόνου, αρχίζει να κλαίει και οι άλλες γυναίκες φοβούμενες να μην εντοπιστούν απαιτούν από τη μάνα να πνίξει το μωρό της. Όμως η μάνα της,η Πελαγία, τις κοιτάζει αγριεμένα και σφίγγοντας την Ξανθίππη στην αγκαλιά της, τις αποπαίρνει με θάρρος ΄΄Εγώ εμέν φουρκίζω και το μωρό μ’ ‘κι φουρκίζω..!΄΄
Σήμερα ,εκατό χρόνια μετά και αφού έζησε πολέμους, εξορίες, προσφυγές, γερμανικές κατοχές και εμφυλίους ζει στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας και στέλνει ένα μήνυμα αγάπης και πάθους για τη ζωή. Τα εκατό χρόνια δεν μπόρεσαν να της αλλοιώσουνστο ελάχιστο το πνευματικό σφρίγος, την διαύγεια και την ανατολίτικη ευγένεια και φιλοξενία. Όσες φορές συνομιλώ με τη θεία Ξανθίππη, νιώθω έντονα ότι ο Πόντος είναι ζωντανός και μας καλημερίζει ακόμα, αφού υπάρχει στα ψυχικά χρώματα και στις αναμνήσεις της ζωντανής πόντιας μάνας. Η θεία Ξανθίππη με τα σοκολατάκια και τα πετιφούρ σε υποδέχεται με ένα νεανικό χαμόγελο και, αφού σιγοψήσει και τον καφέ, κάθεται δίπλα σου και απαντά πρόθυμα σε καθετί ,που γνωρίζει, που έζησε και άκουσε, ενώ αποκρίνεται με ταπεινότητα σε ό,τι δε γνωρίζει΄΄αυτό παιδί μου δεν το ξέρω…΄΄
Με απίστευτη προθυμία αρχίζει να αφηγείται τις ιστορίες του χωριού της. Πώς ήταν η εκκλησία, το χωριό, τα σπίτια ,οι άνθρωποι, τα σχολεία και οι δάσκαλοι.
Μόλις την ρωτήσεις για τον πατέρα της, τον Μιλτιάδη τότε αλλάζει η χροιά της φωνής της φανερώνοντας την περηφάνια της γι’ αυτόν. Υπογραμμίζει τις σπουδές του στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης και μετά την διδασκαλική του πορεία. Ο Μιλτιάδης δίδαξε πρώτα στο χωριό του ,το Καρμούτ ,στην συνέχεια προσελήφθη δάσκαλος στην Ίμερα και τέλος ανέλαβε ιδιαίτερος παιδαγωγός των παιδιών του Κώστα και της Άννας Καπαγιαννίδη και εγκαταστάθηκε μετά το 1919 στην έπαυλη του ,στο Πόζ-Τεπέ της Τραπεζούντας.
Δεν θα ξεχάσω, πόσο εντυπωσιάστηκα, θα ομολογήσει η θεία Ξανθίππη, όταν πρωτοαντίκρισα τη βασιλική βίλα του με τους κήπους και τα σιντριβάνια. Θυμάμαι πολύ καλά και τα έξι παιδιά του, γιατί παίζαμε μαζί και η μάνα τους, η κυρία Άννα, ήταν ευγενική απέναντί μου, όταν πήγαινα στο σπίτι τους.
Όμορφα χρόνια, γεμάτα πόνους και χαρές. Στο Καρμούτ πηγαίναμε το Καλοκαίρι κι εγώ χαιρόμουν πολύ, που θα πάω να δω τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Δεν θα ξεχάσω, λέει η θεία Ξανθίππη, το ταξίδι μας από την Αργυρούπολη στην Τραπεζούντα με τα άλογα και τις σούστες τις εποχής. Πολύ όμορφο ταξίδι μέσα στο καταπράσινο τοπίο της Ματσούκας με τα πολλά χάνια και τις βρύσες στο δρόμο.
Και μετά το κοπιαστικό ταξίδι, που κρατούσε δώδεκα ώρες, έφταναν κατάκοπα τα άλογα στην τρίκρουνη ( τρία κρενία) βρύση του Καρμούτ, που ο θόρυβος και μόνο σε δρόσιζε από μακριά.
Η θεία Ξανθίππη θυμάται τις γυναίκες του χωριού να πηγαινοέρχονται με τη στάμνα στον ώμο στην επιβλητική πέτρινη βρύση με το ασημόστραυτο τάσι της ,που δέσποζε στο έμπα του χωριού. Πολλές φορές όμως το μετέφεραν με το ξύλο και τις βέτρες.
Μέχρι εκεί στο πινάρ την πηγή του νερού ανέβαιναν οι πέστροφες για να γεννήσουν και εκεί αυτές τις ζωηρές ταξιδιώτισσες του γλυκού νερού αναλάμβαναν να τις ψαρέψουν τα παιδιά του Καρμούτ βάζοντας δίχτυα ή κόσκινα στη ροή του νερού. Το γάργαρο νερό της βρύσης διέσχισε τους κήπους και τους οπωρώνες και χάνονταν μέσα στο βαθύ ρέμα του χωριού.
Εδώ στο όμορφο χωριό κοντά στην Αργυρούπολη έζησαν μερικούς αιώνες Έλληνες και Τούρκοι μονιασμένοι και αγαπημένοι. Προστατεύοντας ο ένας τον άλλον σε κάθε δύσκολη στιγμή. Η μακρινή ιστορία του χωριού ξεκινάει από τους δύο οικιστές του, έναν Τσερκέζο και έναν Ρωμιό που κυνηγημένοι φυγάδες από την οργή των τερέμπεηδων κάπου στα 1680 έρχονται εδώ στον άγονο και έρημο τόπο και βρίσκουν το μαγευτικό νερό της βρύσης να αναβλύζει από το χώμα. Αυτόν τον τόπο έψαχναν κρυμμένο μέσα στα βουνά μακριά απ’ τα μάτια των Τούρκων , και δίπλα στη μεγάλη βρύση ( Κοτσά –Πινάρ) να τους δίνει ζωή. Ο έλληνας οικιστής λεγόταν Σεϊμένος, από το τάγμα των Σεϊμενιδών.
Η οικογένεια των Σειμενιδών κάπου στα 1870 και μετά από μια μεγάλη επιδημία Πανώλης ( γουρζουλάς), που μεταδόθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Αργυρούπολης αποδεκατίζοντας τους δυστυχείς κατοίκους της, θα μετονομασθεί σε Σπυριδέους από τον μοναδικό διασωθέντα της οικογένειας Σπύρο.Από τον Τσερκέζοφυγά προήλθαν οι δέκα οικογένειες των Τούρκων. Ίσως γι αυτό ήταν αγαπημένοι μέχρι το τέλος.
Ακόμα και στην διάρκεια των διωγμών της Αργυρούπολης μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων το 1918, οι Έλληνες και οι Τούρκοι τουΚαρμούτ διατήρησαν τη φιλική τους σχέση. Όταν μάλιστα ο άξεστοςΚιόρ- Αλής με τους τσέτες του επιτέθηκε στους Έλληνες της περιοχής, αφού πρώτα έσφαξε τον παπα-Δημήτρη Παπαδόπουλο, από το άνω Καρμούτ ( Σούτωνος ή Σίθος ), κατέβηκε και στο κάτω Καρμούτ για να σφάξει και τον ΙσαάκΣπυρίδη. Τότε παρενέβη ο Αλή – Ριζάς και τους έδιωξε σώζοντάς τον την τελευταία στιγμή.
Τα φιλελληνικά αισθήματα του Αλή –Ριζά θα τα υπογραμμίσει η θεία Ξανθίππη: Ο πατέρας μου ήταν πολύ φίλος με τον Αλή Ριζά, τον τούρκο μουχτάρη του χωριού. μέχρι που πέθανε ο Αλή -Ριζάς είχαν αδελφική αλληλογραφία.
Εκεί στα άγονα και κακοτράχαλα βουνά του Καρμούτπολλοί νέοι σπούδασαν και έγιναν δάσκαλοι και δικηγόροι. Πολλοί ξενιτεύτηκαν στην τσαρική Ρωσία, στην Γιάλτα, Συμφερούπολη και τηνΑλούπκα, όλοι προόδεψαν και ασχολήθηκαν με το εμπόριο αποκτώντας μεγάλες περιουσίες.
Ιδιαίτερα διακρίθηκαν οι: Δημήτρης Στεφανίδης, Γιάννης Γαβριηλίδης μεγαλέμπορος σιτηρών και σαπουνιού, ιδιοκτήτης καραβιού. Ο Δικολάβος Τσαχουρίδης Ιωάννης ( ο Γιάγκον τηΤσαχούρ) με το προσωπικό του παϊτόνι (σούστα) του και τον οδηγό του, πήγαινε καθημερινά στην Αργυρούπολη για να υπερασπιστεί τους έλληνες στα δικαστήρια.
Μου μίλησε ακόμα και για τον Αβραάμ Ακριτίδη, τον μουχτάρη του χωριού. Έξυπνος και σεβάσμιος άνθρωπος, που όλοι τον υπολόγιζαν.Είχε το πιο όμορφο σπίτι, ένα διώροφο κτισμένο με άσπρες πέτρες στο έμπα του χωριού.Ο Αβραάμ αγάς έδινε καθημερινά το μπαχτσίσι στον τούρκο αγωγιάτη να του φέρνει από την Τραπεζούντα την εφημερίδα του Νίκου Καπετανίδη την ΄΄Εποχή.΄΄
Διάβαζε ο Αβραάμ αγάς τα νέα για την ήττα της Τουρκίας και την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Και μετά σαν καλός μουχτάρης,που ήταν, πήγαινε στο καφενείο του χωριού και εμψύχωνε τους πατριώτες του.
Ο Αβραάμ ήρθε πρόσφυγας στοΚαρυοχώρι και από εκεί έφυγε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Αργυρούπολη( Τσαλί) της Δράμας μαζί με άλλους καρμουτέτες και συμπατριώτες τους από το Λερί.
Σήμερα ο εγγονός του Χαρπαντίδης Γιώργος έχει αναλώσει τη ζωή του για να διασώσει την εκκλησία του Καρμούτ. Έχει ταξιδέψει πάνω από δέκα φορές στο χωριό του παππού του, σαν κάτι να τον έλκει στις ρίζες και τις μνήμες της αλησμόνητης πατρίδας.
Η εκκλησία του Καρμούτ είναι μία από τις λίγες, που διασώθηκαν στην πατρίδα. Οι κάτοικοι του χωριού την αφιέρωσαν στον Άγιο Θεόδωρο γιατί τους προστάτεψε από την πανώλη και τους γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Η εκκλησία όμως έχει πάθει μεγάλες φθορές και κινδυνεύει με κατάρρευση .Ο Γιώργος προσπαθεί να την διασώσει και να την αναστηλώσει με κάθε τρόπο. Πιστεύω πως είναι ένας σπάνιος τραντέλληνας, που μέσα από τις μνήμες προσπαθεί να αναδείξει το μεγαλείο του ελληνισμού του Πόντου. Εγώ είμαι χαρούμενος, που γνώρισα έναν ακόμη αγνό και ευαίσθητο πατριώτη.
Ο Γιώργος, μόλις πληροφορήθηκε για την μοναδική εν ζωή θεία Ξανθίππη, ταξίδεψε από την Καβάλα στο Ανατολικό για να τη συναντήσει. Συγκινήθηκε και έκλαψε, όταν η θεία Ξανθίππη αναφέρθηκε στον παππού του και πρόεδρο του χωριού, Αβραάμ Ακριτίδη, γιατί ήταν γείτονες και φίλοι με τον πατέρα της.
Καρμουτέτες είναι και ο Κυριακίδης Ι. Τάσος, που διέδωσε την ποντιακή ιστορία και τον πολιτισμό με τις εκδόσεις του, καθώς και ο λυράρης και τραγουδιστής Γιώργος ο Στεφανίδης, σεμνός συνεχιστής της μουσικής ποντιακής παράδοσης .Η Θεία Ξανθίππη χάρηκε πολύ, που την επισκεφθήκαμε. Μας είπε τον πόνο καρδιάς της, μας έδωσε τις ευχές της, άναψε το καντηλάκι της, ξεκρέμασε τη φωτογραφία του πατέρα της από τον τοίχο, και τότε τα μάτια της έλαμψαν και ένα χαμόγελο γλύκανε ακόμα περισσότερο την γλυκύτατη όψη της:
Ατός έν ο κύρη μ’ … ‘Σ ση Καπαγιαννίδη τα παιδία απάν’ δέσκαλοςεκάτσεν,έτον…!