Εκεί σε δύση διάφανη
πίσω απ’ τους βράχους, την πύρινη λάβα
ένα κομμάτι ουρανού με κόκκινη γιρλάντα
βουτάει στο πέλαγο & προσκυνά το αγνάντεμα
δίνοντας όψη ροδαλή & φευγαλέα
Ξύπνα τους μάστορες να δουν,
αυτούς που ορθώσαν τ’ άσπρα σπίτια.
Ξύπνα τις γιαγιάδες που πότισαν γεράνια,
ξύπνα τους ανθρώπους με τα σκιαχτά τα βλέμματα
κι αυτούς τους γελαστούς της καλημέρας ….
Μια αίσθηση που δεν αγγίζειόλους,
αυτή που περιπαίζει τους δισταγμούς σου
γλιστρά, λικνίζεται κι ορμά στο χρώμα.
κατευθύνει & κατευθύνεται από το κόκκινο
και σε ξεβγάζει με λιόλαδο αγνό και μυρωδιά από αλμύρα.
Είσαι ο εαυτός σου
εκεί στης δύσης το περίγραμμα.
μια αίσθηση είσαι απλή κι αναλυμένη,
ξεμακραίνεις σαν πάνινο πνεύμα και χάνεσαι
στο έλεος, στην αγάπη, στο φως ….