Κατά την αρμόδια Υπουργό «αποσκοπεί στη συνολική αναβάθμιση των σπουδών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, στη βελτίωση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, καθώς και στην εξασφάλιση στοχευμένων και ποιοτικών επιλογών για τους αποφοίτους Λυκείου και υποψηφίους των πανελλαδικών εξετάσεων». Ομοίως η ηγεσία του Υπουργείου το εντάσσει σε μια σειρά ρυθμίσεων του τελευταίου έτους καθώς και σε έναν «νόμο πλαίσιο» που προετοιμάζεται.
Οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου έχουν δύο άξονες.
Ο πρώτος, με τέσσερις ρυθμίσεις για την εισαγωγή και φοίτηση στα πανεπιστήμια και ο δεύτερος με δύο ρυθμίσεις για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.
Ο δεύτερος άξονας έχει μονοπωλήσει την επικαιρότητα και τον κομματικό και ιδεολογικό ανταγωνισμό με επιχειρήματα πολλές φορές ακραία ένθεν και κείθεν. Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας για την προστασία της πανεπιστημιακής ζωής καταρχήν ομολογεί την αγωνία και την αδυναμία των διοικήσεων των ιδρυμάτων να ορίσουν τα του οίκου τους. Πιστεύω ότι είναι ρυθμίσεις που θα κριθούν στην εφαρμογή τους και λόγω του ευαίσθητου τομέα της παιδείας, που αυτές αφορούν, απαιτούν μετριοπαθείς φωνές και μετρημένες πράξεις.
Ειδικότερα, ενώ τα προβλήματα της ανομίας εστιάζονται εδώ και χρόνια μόνον στα 4-5 μεγάλα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, η εφαρμογή των μέτρων της αστυνόμευσης σε όλα τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, ήτοι και στα περιφερειακά, όπως αυτά της Δυτικής Μακεδονίας, ενδέχεται να οδηγήσει σε αντιδράσεις, γεννώντας μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά, που καλείται να λύσει.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ρυθμίσεις για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Άλλωστε τα τελευταία τριάντα χρόνια όλοι μας έχουμε επαναλάβει δεκάδες φορές, συζητώντας για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τις λέξεις παραπαιδεία, υποχρηματοδότηση, ανεργία, αξιολόγηση, αιώνιοι φοιτητές, ενώ οι πολύπαθες πανελλαδικές εξετάσεις απλώς κατά καιρούς άλλαξαν όνομα και ουκ ολίγες φορές αριθμό εξεταζόμενων μαθημάτων, 12 ή 9 ή 6 ή 4 κλπ.
Αναλόγως περισσότεροι από 10 υπουργοί παιδείας έχουν υποστηρίξει ότι άμεσα ή έμμεσα σχεδίασαν και εισηγήθηκαν έναν «νόμο πλαίσιο», μια «μεγάλη μεταρρύθμιση» που θα έλυνε τα χρόνια προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Πολλές από αυτές τις προσπάθειες ήταν λανθασμένες και επιφανειακές αλλά και όσες ήταν σοβαρές ή εμπεριείχαν ουσιαστικά μέτρα έμειναν ημιτελείς ή ανατράπηκαν από τις κυβερνήσεις και τις ηγεσίες του υπουργείου παιδείας που τις διαδέχθηκαν ή από συνδικαλιστικές ηγεσίες, που πίεσαν σε διαφορετική κατεύθυνση.
Μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, που απέτυχαν κυρίως γιατί δεν εντάσσονταν σε ένα ολιστικό σχέδιο, σε μια συνολική μεταρρύθμιση, με αρχή, μέση και τέλος, με μετρήσιμα αποτελέσματα και μακροχρόνιους στόχους. Μακροχρόνιους στόχους που δεν εξασφαλίζονται από την κοινοβουλευτική συναίνεση αλλά από την καλή νομοθέτηση και την πιστή εφαρμογή της από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, καθηγητές, φοιτητές, διοικητικό προσωπικό ακόμη και από το Υπουργείο Παιδείας.
Συνεπώς μελετώντας τις ρυθμίσεις του ε θέματι νομοσχεδίου, γίνεται φανερό ότι τόσο η ελάχιστη βάση εισαγωγής, που θα ορίζεται από τα ίδια τα Πανεπιστήμια όσο και ο περιορισμός των επιλογών τμήματος και σχολής των υποψηφίων είναι σημαντικές και κάνουν την διαφορά με τα ισχύοντα μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε βέβαια για πρώτη χρονιά να έχουμε μια πιο ελαστική βάση όχι γιατί συμφωνώ αλλά γιατί έτσι τα νέα τμήματα που προήλθαν από την συγχώνευση, θα είχαν περισσότερο χρόνο να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα.
Είναι ρυθμίσεις προς την σωστή κατεύθυνση της επιτυχούς φοίτησης και έγκαιρης ολοκλήρωσης των σπουδών.
Σκόπιμο όμως θεωρώ, το να συνοδευτούν αυτές και με άλλα μέτρα και πολιτικές.
Καταρχάς εάν η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν συνοδευτεί από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δημοσίων επενδύσεων, με σκοπό την αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής των περιφερειακών πανεπιστημίων (αίθουσες, εξοπλισμός και εστίες), αλλά και από την άμεση πρόσληψη πανεπιστημιακών και ειδικά ΕΤΕΠ και εργαστηριακό προσωπικό, θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των 5-6 μεγάλων αστικών πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και των υπολοίπων περιφερειακών, εξαιρουμένων δύο – τριών στην Θράκη και την Κρήτη.
Εάν αφεθούν τα περιφερειακά ιδρύματα, χωρίς υποδομές και με ελάχιστο εργαστηριακό και ακαδημαϊκό προσωπικό ή με «επισκέπτες» καθηγητές, στην τύχη τους σε 2-3 χρόνια θα ερημώσουν και θα ενισχυθεί ο υδροκεφαλισμός όχι μόνον της ανώτατης εκπαίδευσης αλλά και της παραγωγής.
Την ενδυνάμωση των περιφερειακών ιδρυμάτων, όπως της Δυτικής Μακεδονίας, όσοι την επιδιώκουμε δεν το κάνουμε για να τροφοδοτήσουμε το λιανεμπόριο και την κατανάλωση, όπως επιδερμικά και επιπόλαια όψιμοι εκσυγχρονιστές υποστηρίζουν, αλλά επειδή η ενίσχυση των περιφερειακών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων συνάδει με την ουσιαστική περιφερειακή ανάπτυξη και την πραγματική τοπική οικονομία. Παραδείγματος χάριν συγχώνευση τμημάτων με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ξενόγλωσσα τμήματα και μεταπτυχιακά προγράμματα, πανεπιστημιούπολη Πτολεμαΐδας με σχολή επιστημών υγείας.
Ιδιαίτερα για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο προσφάτως έχει περάσει εξωτερική πιστοποίηση, δέον να σημειωθεί ότι το 2013 με το σχέδιο ΑΘΗΝΑ όχι μόνον αυτό δεν αποδυναμώθηκε αλλά πέτυχαμε και να ενδυναμωθεί και εδραιωθεί, ο ρόλος του στην ανάπτυξη της περιοχής,
Ομοίως ο ρόλος του στην δίκαιη μετάβαση είναι καταλυτικός. Και μόνον γι’ αυτό πρέπει άμεσα να ενισχυθεί σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές. Ειδάλλως την εύλογη επιφυλακτικότητα των συμπολιτών μας για τη δίκαιη μετάβαση, θα διαδεχθεί η απογοήτευση και η άρνηση, και μεταρρυθμίσεις χωρίς την κοινωνία δεν υπάρχουν και όταν εφαρμοστούν επιφέρουν δεινά. Προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί η δημιουργία επώνυμων εδρών στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
Επιπροσθέτως, πιστεύω, ότι εάν δεν ενδυναμωθούν τα περιφερειακά πανεπιστήμια, θα ενισχυθεί η ταξική διαίρεση των υποψηφίων, επειδή αφενός οι οικονομικά αδύναμοι σπουδαστές θα επιλέγουν «υποχρεωτικά» τα κοντύτερα στην πατρική τους στέγη ιδρύματα ανεξάρτητα των μορφωτικών ή επαγγελματικών τους φιλοδοξιών και αφετέρου ο ανταγωνισμός στα κεντρικά Πανεπιστήμια ολοένα και θα μεγαλώνει κυρίως για την μεγάλη πλειοψηφία των καλών μαθητών και υποψηφίων, όχι των αρίστων ούτε των μετρίων.
Άλλωστε όταν νομοθετείς για το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλεις να επιδιώκεις την διασφάλιση της ποιότητας και όχι να νομοθετείς μόνον για τους αρίστους.
Δεν πρέπει, να λησμονεί η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου παιδείας, ότι η εκπαιδευτική γεωγραφία οφείλει να συνάδει με την οικονομική γεωγραφία της χώρας. Γιατί η σύνδεση των περιφερειακών παραγωγικών μοντέλων και πλεονεκτημάτων με την ακαδημαϊκή ζωή και τούμπαλιν μόνον ευεργετικά αποτελέσματα θα έχει στην Ελλάδα, που ανοικοδομείται και ξανά-συστήνεται στο διεθνές περιβάλλον με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2019 και εντεύθεν.
Συνεπώς οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι προς την σωστή κατεύθυνση, αρκεί γρήγορα και επιτυχώς αυτές να ενταχθούν σε ένα συνολικό σχέδιο, που θα διασφαλίζει ως στρατηγική επιλογή την ποιότητα και την υψηλή αποτελεσματικότητα της δημόσιας, δωρεάν παροχής Παιδείας, που στοχεύει στην παροχή ίσων ευκαιριών στην επόμενη γενιά των Ελλήνων, προσανατολισμένων στις εθνικές στρατηγικές επιλογές.