6 Μαρτίου. Αποφράδα ημέρα για τα Σέρβια. 6 Μαρτίου – 1943: Το Ολοκαύτωμα των Σερβίων
« Την 6ην Μαρτίου του 1943, ιταλική φάλαγξ, οδεύουσα εξ Ελασσώνος (κατεχομένης τότε υπό τούτων) προς Σιάτισταν, προς ενίσχυσιν μαχομένου εκεί στρατιωτικού τμήματός των κατά δυνάμεων ελληνικής αντιστάσεως, διήλθεν εκ Σερβίων, το εσπέρας της 6ης Μαρτίου, και αφού κατέκαυσε τμήμα συνοικίας παρά το Φυτώριον κατηυθύνθη προς Αλιάκμονα. Ευρούσα την γέφυραν κατεστραμμένην και μέχρις ότου ζεύξει εκ νέου τον ποταμόν, επανήλθεν εις Σέρβια, και κατά την διάρκειαν 2-3 ημερών κατέκαυσεν εκ συστήματος απάσας τας οικίας της πόλεως, ανερχομένας εις χιλίας, ως έγγιστα, αφού προηγουμένως δεινώς τας ελεηλάτησε. …
Ένα απέραντο νεκροταφείον, σαν μια μικρή Πομπηΐα, εκάλυψε και καλύπτει ακόμη και σήμερον την έκτασιν, όπου τόσαι γενεαί γενεών Σερβιωτών εγεννήθησαν, ηνδρώθησαν, έζησαν τις χαρές και τις λύπες της ζωής, νεκροταφείον που έγινε όχι από την μανίαν των στοιχείων της φύσεως, όπως εις την περίπτωσιν της Πομπηΐας αλλά από το ατταβιστικόν μίσος εναντίον της φυλής μας, εκ μέρους εκείνων των λαών τους οποίους επιτυχώς συνηγωνίσθη ο ιδικός μας λαός κατά το παρελθόν, εν τη διαδρομή των αιώνων». Αυτά γράφει ο Σερβιώτης δάσκαλος Μηνάς Μαλούτας.
«Στις 6-3 -1943 γράφει ο Kίμων Κοεμτζόπουλος έρχονται από τη Λάρισα ιταλικά αυτοκίνητα γεμάτα στρατό. Μερικές δεκαρχίες των ανταρτών βγαίνουν με τα σκουριασμένα παλιοντούφεκά τους στο Σαραντάπορο να χτυπήσουν τους φασίστες. Οι Σερβιώτες εγκαταλείπουν τα Σέρβια βιαστικά, χωρίς να προφθάσουν να πάρουν σχεδόν τίποτε μαζί τους. Γυμνοί καταφεύγουν στα βουνά. Πώς να ζήσουν;».
6 Μαρτίου, λοιπόν, του 1943 άρχισε η μεγάλη καταστροφή, το ολοκαύτωμα των Σερβίων, το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε μια εβδομάδα. Για το πώς βίωσαν οι κάτοικοι των Σερβίων αυτή τη μεγάλη καταστροφή μιλήσαμε με πολλούς επιζώντες και καταγράψαμε τα βιώματα των ιδίων ανθρώπων που τα έζησαν.
Όλοι ομολογούν: «Οι μνήμες μου, μετά από τόσα χρόνια που έχουν περάσει, είναι ακόμη νωπές. Στο μυαλό μου οι τραγικές εκείνες ημέρες έρχονται και ξανάρχονται σαν να ήταν μόλις χθες που συνέβησαν αυτά τα τραγικά γεγονότα». Κάποιοι μας λεν ότι ακόμη ξυπνούν στον ύπνο τους έπειτα από ένα εφιαλτικό όνειρο που βλέπουν «το κάψιμο» των Σερβίων. Κάποιοι άλλοι λένε ότι δε θέλουν καν να τα αναφέρουν, γιατί τα ξαναζούν τόσο έντονα, που δεν το αντέχουν.
«Η αλλαγή ήλθε ξαφνικά ένα βράδυ, λέει μία Σερβιώτισσα. Βιαστικός και ανήσυχος ο κόσμος έτρεχε πάνω στα πέτρινα καλντερίμια που έβγαζαν φωτιές. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι, άλογα φορτωμένα με πράγματα, μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε στα μέχρι τότε ήσυχα Σέρβια …
Την επομένη το πρωί όλοι, μικροί και μεγάλοι, με «μποχτσιάδες» με εσώρουχα στην αγκαλιά, ζαλικώθηκαν στους ώμους κουβέρτες και τενεκέδες με πλιγούρι, τραχανά και φασόλια για τις πρώτες ώρες και πήραν το δρόμο για το βουνό.»
«Το Σάββατο 6 Μαρτίου ξεκινά η φάλαγγα των Ιταλών και προχωρά προς τα Σέρβια. Εν τω μεταξύ τα Σέρβια έχουν αδειάσει. Γύρω στις 10:30 με 11:00 το πρωί βάζουν φωτιά στα πρώτα σπίτια. Τα πρώτα θύματα των Σερβίων είναι οι Παρασκευάς Κων/νος και Λουκάς Ζυγούρης στη θέση Βρύσες».
«Τα Σέρβια ήταν αναστατωμένα και κάποιοι οδήγησαν τους κατοίκους προς το Πλατανόρευμα. Σε λίγες ώρες άδειασε η πόλη. Έγινε μεγάλος πανικός. Ο κόσμος τάχασε. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πανικός. Φώναζαν: φύγετε όσο μπορείτε πιο γρήγορα, ό,τι μπορείτε να πάρετε μαζί σας, βελέντζες, κουβέρτες κανένα ψωμί, τρόφιμα κλπ. Αυτό έγινε σε λίγες ώρες, ο πανικός ο μεγάλος. Φύγανε. Έμειναν μόνο οι ανήμποροι, κάτι γριές, κάτι γέροι.
Στο Παλιογράτσανο σκοτωμός…,. Ο κόσμος να φωνάζει από δω, να φωνάζει από κει, να κλαιν, πού να παν…
Ανεβαίναμε σ’ ένα ύψωμα πάνω στους μύλους κι εκεί βλέπαμε πώς καίγονταν τα σπίτια μας… Και κλαίγαμε… Παν τα σπίτια μας, πάει η περιουσία μας, πάει εκείνο… Πανικός…
— Έμεινε τίποτε όρθιο;
–Όχι…».
« Εδώ ήμασταν σε αναβρασμό. Τα Σέρβια είχαν αδειάσει… Εμείς πήγαμε στο Πλατανόρευμα, αλλά ο περισσότερος κόσμος πήγε στο Βελβεντό. Αρχίσαμε να φεύγουμε από τις 4,5 Μαρτίου. Μερικοί γέροι που δεν μπόρεσαν να φύγουν, τους έπιασαν οι Ιταλοί και τους σκότωσαν. Σκότωναν και έκαιγαν…»
«Ανέβασμα στα βουνά, όσο το δυνατόν ψηλότερα, για να μη μας φτάσουν οι Γερμανοί. Το κρύο τσουχτερό και ανυπόφορο. Το πρώτο βράδυ οι πιο πολλοί μείναμε σε καλύβες στο Πλατανόρευμα, δίνει όμως εντολή το Ε.Α.Μ. «να φύγετε, γιατί εδώ μας φτάνουν οι Γερμανοί». Οι πρόσφυγες των Σερβίων φύγαμε μέσα σε τρομερή κακοκαιρία. Χιόνιζε ασταμάτητα, δε βλέπαμε στα δύο μέτρα. Ο πατέρας μου φώναζε «πιαστείτε από το χέρι να μη χαθούμε». Το περίεργο είναι ότι κανένα παιδί δεν έκλαιγε, λέει, περπατούσαμε στο δρόμο, που δεν ήταν δρόμος αλλά βράχια και πέτρες που πηδούσαμε για να ανέβουμε παραπάνω, αλλά κανένας δε διαμαρτυρόταν».
«Την ημέρα βλέπαμε ένα σύννεφο καπνού να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Βλέπαμε την καταστροφή που συντελούνταν. Περιουσίες αρκετών δεκαετιών έγιναν στάχτη μέσα σε λίγες ημέρες…».
Δε σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες. Η Αγία Κυριακή, η Πολιούχος, παλιά βυζαντινή εκκλησία, με τον πλούσιο διάκοσμό της, με το γυναικωνίτη, το υψηλό καμπαναριό, που είχε γίνει επί εποχής της τουρκοκρατίας. — Η μέγιστη, η ανεπανόρθωτη ζημιά, που υπέστη ο ναός ήταν η απώλεια του «αφαντάστου κάλλους κι ομορφιάς ιερού τέμπλου του. Ένα τέμπλο που η θέα του προκαλούσε στους πιστούς δέος και θαυμασμό».– και ο άγ. Γεώργιος έγιναν στάχτη. Στάχτη τα σχολεία, στάχτη το κοινοτικό κατάστημα με τα αρχεία του … Έμειναν όρθια μόνο τρία σπίτια που χρειάζονταν στους Γερμανούς για τις υπηρεσίες τους και το μεγάλο Ορφανοτροφείο, που στέγαζε τους Γερμανούς και ήταν η ελπίδα πολλών Σερβιωτών ότι θα μπορούσαν αργότερα να στεγαστούν εκεί. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, το έβαλαν φωτιά και αυτό…
«Το θέαμα που αντίκρισα δεν μπορούσα να το φανταστώ. Είχα ακούσει ότι κάηκαν τα Σέρβια, αλλά φανταζόμουν εκατό, διακόσια σπίτια να βρω καμένα. Αυτό που είδα δεν μπορούσα καν να το φανταστώ. Από τα 1100 ή 1200 σπίτια έμειναν όρθια μόνο επτά».
«Το πλέον τραγικό είναι ότι πολλοί από τους Σερβιώτες άφησαν τη γριά μάνα ή το γέρο πατέρα σπίτι τους, είτε γιατί δεν ήθελαν να ακολουθήσουν ή δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν, είτε με την ελπίδα, μήπως η παρουσία τους αποτελούσε εμπόδιο στους εμπρηστές να κάψουν το σπίτι. Όλοι αυτοί κάηκαν και ο αριθμός τους, κατά τις μαρτυρίες υπερέβαινε τους 50». (αυτοί μόνο κατά τις ημέρες του Ολοκαυτώματος. Κατά την διετία της Νεκράς Ζώνης ανυπολόγιστος αριθμός…)
Χρ. Καραγιαννίδου