Άναρχες σκέψεις
Του Μωυσιάδη Παναγιώτη
Κοντύλι σπασμένο και γράμμα φθαρμένο,
μιλήστε μου πια.
δίφορη μήτρα, ελπίδα στην πίκρα
κι όνειρα γκρίζα με βύσμα στην μπρίζα
‘γίναν εφιάλτες στη νέα γενιά.
Το δίκιο να κλέβει κι η ελπίδα να φέρνει
αποκοτιά,
είναι μαχαίρι, που ξέρει ν’ ανοίγει
σ’ άδολους κόσμους
λαβωματιά.
Χαράκτες, που ‘φύγαν κι αφήσαν ξοπίσω
κληρονομιά,
πώς να πιστέψω και χρώμα να δρέψω;
Στο φίλο, τον ήλιο, που μας γητεύει,
‘βάλαν φωτιά.
Νόμοι γερμένοι και νοτισμένοι
στην απονιά,
για να μπορέσω να τους αντέξω,
σε κάθε τους λέξη θα ξεστομίσω
και μία βρισιά. .
Μ’ ένα καλέμι στου κόσμου το γκρέμι
θ’ ανοίξω μιλιά,
σ’ όσες πατρόνες γεννήσαν κανόνες,
μ’ ένα τραγούδι
θα βάλω φωτιά.
Κι ο πόνος, που τρέχει, νευρώνες κατέχει
ο δολερός,
τη βία θωπεύει και σαγηνεύει,
γιατί είναι πόρνη
και πόρνος κι αυτός.
Και κάπου κρυμμένος και τρομαγμένος
ένας λαός,
σκουπίδια, συντρίμμια ανακυκλώνει
και στο σκοτάδι αναζητάει
αχτίδες φωτός.
Θύτης και θύμα σ’ αυτήν τη μεγάλη
συναγωγή,
ψάχνουν για να ‘βρουν αποδιοπομπαίους,
να τους φορτώσουν
την ενοχή….