Πριν από 78 χρόνια, συμβαίνει στην Αθήνα μια καθοριστική εξέλιξη που σημαδεύει την ιστορία της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ της Αστυνομίας και διαδηλωτών που πρόσκεινται στο ΕΑΜ, με αποτέλεσμα ολόκληρο τον μήνα να εκτυλιχθούν σφοδρές μάχες στην πρωτεύουσα, καθώς το μέτωπο διευρύνεται με τη δυναμική εμπλοκή των Άγγλων στο πλευρό της Χωροφυλακής[1] εναντίον του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Η κατάληξη της μάχης των Αθηνών θα αναγκάσει το ΕΑΜ, αρχικά, να αναγνωρίσει την ήττα και να υπογράψει τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, Πρωθυπουργός της Κυβέρνησης εθνικής ενότητας, από τον Σεπτέμβριο του 1944 μέχρι και τον Δεκέμβριο, δήλωσε μεταγενέστερα ότι τα Δεκεμβριανά ήταν «δώρον του Υψίστου»,[2] με την έννοια ότι κατοχυρώθηκε η παρουσία της Ελλάδας στο δυτικό πολιτικό στρατόπεδο. Ο Παπανδρέου εγκιβώτιζε τη σύγκρουση του Δεκεμβρίου σε μια ακολουθία γεγονότων που είχαν προηγηθεί και κατέστησαν εφικτή την ευνοϊκή για τα αστικά κόμματα εξέλιξη.[3] Εύλογα, η ίδια εξέλιξη αξιολογήθηκε αρνητικά από τον Ζαχαριάδη.[4]
Ας δούμε όμως τι έχει προηγηθεί στην εσωτερική πολιτική σκηνή και πώς τα Δεκεμβριανά διαπλέκονται με τις παρασκηνιακές συμφωνίες που μόλις είχαν υλοποιηθεί στο διεθνές περιβάλλον.
Οι πολιτικές επιλογές των εγχώριων «παικτών» τροφοδοτήθηκαν από τη συμφωνία της Αγγλίας και της Σοβιετικής Ένωσης στις 9 Οκτωβρίου 1944.[5] Η Μεγάλη, ακόμα τότε, Βρετανία ενδιαφερόταν ζωηρά για τη διατήρηση της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της, γιατί της ήταν χρήσιμη για τον έλεγχο των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων στην Ανατολή. Για τον λόγο, αυτό δε δίστασε να καταβάλει βαρύ τίμημα στον Στάλιν. Το αντάλλαγμα της διμερούς συμφωνίας ήταν να κάνει η Αγγλία τα στραβά μάτια στην επιδιωκόμενη κατοχύρωση της Ρουμανίας και της Πολωνίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.[6] Ο Στάλιν αποδέχτηκε την πρόταση. Ενδεικτικό της ομοθυμίας στάσης των δύο ηγετών να τηρήσουν τη συμφωνία είναι το γεγονός ότι, όταν έφτασε ο Σοβιετικός στρατός στη Βουλγαρία, δεν προχώρησε στο ελληνικό έδαφος, όπως του ζήτησε ο Τσώρτσιλ, ενώ, σε όλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, «…ο Στάλιν σεβόταν το παιχνίδι», σύμφωνα πάντα με τον Άγγλο Πρωθυπουργό.[7]
Στο εσωτερικό πεδίο, οι πολιτικές δυνάμεις στοιχίζονται στα παραπάνω δεδομένα· μετέωρο μένει το ερώτημα αν ακολούθησαν εν γνώσει τους τις αποφάσεις των ισχυρών συμμάχων τους και αν είχαν τη θέληση να αποτρέψουν τον επερχόμενο Εθνικό διχασμό.
Αρχικά, ο Παπανδρέου επιχείρησε να τηρήσει μια μετριοπαθή πολιτική προκειμένου να αποτραπεί ο διαφαινόμενος εμφύλιος πόλεμος.[8] Ωστόσο στους κόλπους της είχε μια ισχυρή φιλοβασιλική συνιστώσα που επιθυμούσε σφόδρα την άμεση επάνοδο του βασιλιά και τη στελέχωση του Κυβερνητικού στρατού με φιλομοναρχικούς αξιωματικούς. Ας σημειωθεί ότι η συμφωνία του Λιβάνου προέβλεπε τη διάλυση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων και την αδιάβλητη ανασυγκρότηση του εθνικού στρατού. Στην κυβέρνηση εκπρόσωποι του ΕΑΜ ήταν μετριοπαθείς σοσιαλιστές που επιθυμούσαν την εθνική ενότητα, όπως ήταν ο Σβώλος και ο Αγγελόπουλος, αλλά στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά τους μια ακραία αριστερή μειοψηφία που επιδίωκε την εξόντωση της αντίστοιχης δεξιάς εξτρεμιστικής.[9]
Το ερώτημα για την ευθύνη του ΕΑΜ και ΚΚΕ εξακολουθεί να διχάζει και σήμερα τους ιστορικούς, [10] καθώς υπόκειται σε μεταγενέστερους κομματικούς υπολογισμούς με σκοπό να εργαλειοποιηθεί ιδεολογικά η Ιστορία. Επιδίωκε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ την ένοπλη αναμέτρηση ή απλά σύρθηκε στην καλοστημένη παγίδα που του είχαν στήσει οι Άγγλοι, προκειμένου να εξωθήσουν, σε πρώτη φάση, την αριστερά σε εμφύλια σύρραξη και μακροπρόθεσμα να πετύχουν «την εξουδετέρωση του προοδευτικού κινήματος»;[11]
Πολύ κοντά στην πραγματικότητα, πάντως, φαίνεται η άποψη που διατυπώνει ο Φίλιππος Ηλιού. Το ΚΚΕ είχε υιοθετήσει τη διπλή πολιτική: πίστη και αφοσίωση στην επίλυση της κρίσης με πολιτικά μέσα, χωρίς να απεμπολεί τη δυνατότητα προσφυγής στα όπλα, μολονότι δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει και να επιβάλλει τα μέσα για την επίτευξη των στόχων που έθετε.[12]
Από την παραπάνω αδρομερή εξιστόρηση των γεγονότων ανακύπτει ένα αναπόδραστο συμπέρασμα. Τα Δεκεμβριανά δείχνουν το πόσο βλαπτική για το συμφέρον της πλειονότητας είναι η απουσία μετριοπαθών πολιτικών δυνάμεων, η καχυποψία των πολιτικών, η αντίληψη της πολιτικής ως αρένας, αλλά και η πολιτική ανωριμότητα των υπεύθυνων για την άσκηση της εσωτερικής πολιτικής. Ο Στάλιν, το 1945, είχε διαγνώσει το βασικό πρόβλημα των ελληνικών πολιτικών ελίτ της εποχής: «Οι Έλληνες δεν έχουν συνηθίσει ακόμα τον διάλογο γι’ αυτό κόβει ο ένας το κεφάλι του άλλου». [13]
Ολοκληρώνοντας την αδρομερή εξιστόρηση των γεγονότων, επιχειρήσαμε να καταγράψουμε όψεις των όσων διαδραματίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1944 σε συνδυασμό με τις αντιθετικές κρίσεις των πρωταγωνιστών αλλά και τις αλληλοσυγκρουόμενες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, εστιάζοντας σε αυτήν που αξιολογήσαμε ως πλησιέστερη στην αλήθεια. Ο αναγνώστης ας έχει υπόψη του ότι ο ιστορικός έχει υποχρέωση να αναβιώσει τα ιστορικά γεγονότα, να τα καταγράψει με αντικειμενικότητα, όμως η ερμηνεία που θα δώσει χρωματίζεται από τον υποκειμενισμό του, ακυρώνοντας, φαινομενικά και όχι ουσιαστικά, την αντικειμενικότητά του. Πλέον, απομένει στον κριτικό αναγνώστη να σταθεί στην εκδοχή που φαντάζει πειστικότερη στην κρίση του, με βάση τις δικές του ιδεολογικοπολιτικές ορίζουσες.
Απελευθέρωση της Αθήνας 8/10/1944
[1] Λιάκος Αντώνης, Ο Ελληνικός 20ος αιώνας, σ.298. Η Χωροφυλακή είχε συγκροτηθεί, μεταξύ άλλων, από φιλομοναρχικούς και από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι στη γερμανική κατοχή υποστήριζαν τις εκκαθαρίσεις των αριστερών.
[2] Παπανδρέου Γεώργιος, Καθημερινή, 2/3/1948/
[3] Στο ίδιο άρθρο ο Παπανδρέου αναφέρεται στη συμμετοχή του ΕΑΜ στον σχηματισμό της Κυβέρνησης του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944 και στη Συμφωνία της Καζέρτας, με την υπαγωγή των στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη στρατιωτική διοίκηση του Στρατηγού Σκόμπυ.
[4] Ηλιού Φίλιππος, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, σ.93.
[5] Πρόκειται για την αγγλοσοβιετικήσυμφωνία των ποσοστών που καταγράφηκε σε «ένα κομμάτι χαρτί», σύμφωνα με την οποία το ποσοστό επιρροής της Αγγλίας στην Ελλάδα καθοριζόταν στο 90% και της Σοβιετικής Ένωσης στο 10%.
[6] Η εκτίμηση για τη Ρουμανία διατυπώνεται από τον Αλβανό Ραϋμόνδο, Ο ελληνικός εμφύλιος, σ 56-57, για τη Ρουμανία και για την Πολωνία από τον Μαθιόπουλο Βάσο, Ο Δεκέμβρης του 1944, σ. 113-115.
[7] Στο ίδιο, σ. 108-109 και 122.
[8] Αλιβιζάτος, Νίκος, «Ηταν αναπότρεπτος ο Εμφύλιος Πόλεμος;», Καθημερινή, 30/11/2008.
[9] Μαθιόπουλος, σ. 45.
[10] Κατά τον Νίκο Μαραντζίδη, Εμφύλια Πάθη, σ. 299, στην παραδοσιακή πλευρά της αριστερής ιστοριογραφίας, τα Δεκεμβριανά καταγράφονται ως μια τραγική εξέλιξη, καθώς το ΚΚΕ είχε την πραγματική εξουσία και την παρέδωσε. Η ιστοριογραφική που εκφράζει την πλευρά των νικητών του Εμφυλίου θεωρεί τα Δεκεμβριανά ως βίαιη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από το ΚΚΕ, όπως εκτιμά ο Λιάκος, σ. 272.
[11] Ηλιού Φίλιππος, ό.π., σ.21-22.
[12] Ηλιού, ό.π, σ.23.
[13] Η δήλωση καταγράφεται στο βιβλίο του Μαθιόπουλου, ό.π, σ.229.