Δείχνου μνιὰ μέρα στ’ μάνναμ’ καναδγυὸ βιλανίδγια ἢ βαλάνια, π’τἄλιγάμι στοὺ χουργιό. Εἴχαμι, μὶ λιέει τοὺ ἡμιρουβάλανου, τοὺ πουρναρουβάλου κι ἕνα ἄλλου, π’ τοὺ ξιαστουχῶ. Ἴσους νὰ ἦταν κι τοὺ τζιραδουβάλανου, γιατὶ κι τὰ τζιράδγια, ἡ τζέρους, εἶνι εἴδους βιλανιδγιᾶς. Ἀπ’ τοὺν Σιπτέμβριου κι σιαπέρα ἀρχινοῦσι νὰ οὑριμάζ’ τοὺ βαλάν’ κι νὰ πέφτ’ καταῆς μαναχότ’, ἂν φσοῦσι κι λίγου ἀέρας. Ἅμα τοὺ μυρίζουνταν τὰ πρόβατα ἢ τὰ γίδγια πχιαλοῦσαν ὅλου τοὺ κουπάδ’ σὰν παλαβὰ νὰ φᾶν’ βαλάν’, ὅπους ἔφκιαναν κι σν ἁλαταριά. Ἦταν τρουφὴ πουλὺ καλὴ κι τὰ ζουντανὰ ζουρλαίνουνταν.
Φόντας ἔρχουνταν ἡ κιρὸς ἀ κι ἔφταναν τὰ βαλάνια, τότι πάηναν οἱ χουργιανοί μας, τίναζαν τὰ δέντρα μὶ τ’λοῦρα ἢ τν ἀξυάλ’ κι μάζουναν φουρτχιὰ βαλάνια. Τἄρχναν σὶ σκουτεινὸ τόπου σν ἀχυρῶνα τς ἢ στοὺ κατώη γιὰ τοὺ χειμῶνα. Ἀκόμα ἔχου μνιὰ τέτχοια εἰκόνα μὶ τοὺ βαλάν’ στοὺ παλιό μας τοὺ σπίτ’. Ἔρχναν ταΐ στὰ πρόβατα, στὰ γίδγια κι στὰ γουρούνια τς μέχρι νὰ τἄσφαζαν. Ἅμα ἀργοῦσαν νὰ τὰ ταΐσν, τότις τὰ βαλάνια ἔδουναν φύτρου. Γιατιαὐτὸ κι φρόντζαν νὰ τὰ ταΐσν στὰ πράματα τς μὶ τν ὥρα τς.
Εἶχαν κι ‘μπαροιμία ἁποὺ ἴλιγι, «ἔχου χίλια γρούνια στοὺ βαλάν’». Ἤθιλναν νὰ ποῦν μιτιαὐτόϊας, ὅτ’ χίλια γρούνια ταΐζουνταν κι πάχυναν μὶ τοὺ βαλάν’ ἀνέξουδα κι ἅμα τὰ πλοῦσι αὐτὸς π’τἄχει, θἄβγαζι πουλλὲς παράδις κέρδους.
Σὶ κιρὸ πεῖνας τοὺ ἡμιρουβάλανου τρώουνταν ἀλισμένου σὰν ἀλέβρ’, ἢ ψημένου σὰν κάστανου.
Παλιὰ χρειάζουνταν τοὺ βαλάν’ στ’ βυρσουδιψία. Ἔβγανι τανίνις κι ἰπιξιργάζουνταν τὰ τουμάργια. Ἔτσιας ἔφκιαναν τὰ πιτσιὰ γιὰ παπούτσια κι ὅτ’ ἀντιλουῆς δλιές.
Αὐτοῦϊας πάλι σιακάτ’ τἀλέθν κι φκιάν’ ἀκόμα κι μπισκότις. Ἰὰ νὰ δῆς σὰν πόσα πράματα φκιάν’ τοὺ φτουχὸ τοὺ βαλάν’.
17.3.2021 Ἀλιξίου ἀνθώπου τ’Θιοῦ
Χρόνια πουλλὰ στς Ἀλέξδις κι στς Ἀλιξίις
ἄει ταχιὰ μᾶς ἀπουλνάει ἡ Γιώργους ἀπ’ τοὺ Μκρόβαλτου τζὶ ἄρ
σἰφχαριστοῦμι, ἀ ρὰ Γιώργου
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ ἀγράμματους ἡ γιός τς.