Η συμβολή της Αρβανιτιάς μας στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική. Αρβανίτικα μιλούσαν μεταξύ τους οι περισσότεροι και οι θρυλικότεροι ήρωες του Εικοσιένα στρατηγοί, ναύαρχοι και καπετάνιοι. Αρβανίτες οι ακατανίκητοι Σουλιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας χάρισε στο Πάνθεον το Ζάλογγο και το Κούγκι. Στη θάλασσα κάνουν θαύματα. Ορίζουν τον Αγώνα.
Λίγο πριν την Εθνεγερσία τα ελληνικά καράβια είναι 600, έχουν 18.000 ναύτες και 600 κανόνια, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη που ίσως υπερβάλλει. Τα περισσότερα και οπωσδήποτε τα καλύτερα ανήκουν σε Αρβανίτες της Ύδρας, των Σπετσών και της Άνδρου. Έχουν το προνόμιο να πλέουν υπό ρωσική σημαία και να είναι εξοπλισμένα. Κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους, οπότε ο πανίσχυρος αγγλικός στόλος έχει επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι ριψοκίνδυνοι Αρβανίτες, κυρίως οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες, σπάζουν τον αποκλεισμό και έτσι θησαυρίζουν κυριολεκτικά. Για να ξεφύγουν τα αγγλικά πολεμικά, ψηλώνουν τα κατάρτια τους και τα φορτώνουν περισσότερα πανιά ώστε να αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα, γεγονός που προϋποθέτει εξαιρετική ναυτοσύνη γιατί, έτσι, τα καράβια τους χάνουν το κέντρο του βάρους και μπορεί να ανατραπούν με το παραμικρό. Δεν ανατρέπονται, όμως.
Στις ακτές της Ισπανίας ο αέρας πέφτει ξαφνικά, γυρίζει κόντρα και οι Άγγλοι συλλαμβάνουν το μικρό ελληνικό «πειρατικό». Οδηγούν τον καπετάνιο του μπροστά στον θρυλικό ναύαρχο Νέλσωνα, νικητή της ναυμαχίας του Τραφάλγκαρ. Ο λόρδος περιεργάζεται με το ένα του μάτι άγρια τον νεαρό Υδραίο καπετάνιο, ίσα με 25 χρονών. Ακολουθεί ο εξής διάλογος με διερμηνέα:
– Αν ήσουν εσύ στη θέση μου κι εγώ στη δική σου, τι θα έκανες;
– Θα σε κρεμούσα αμέσως στο μεσιανό κατάρτι – του απαντάει.
– Άει χάσου, κερατά. Σε κρεμώ την άλλη φορά!
Ο νεαρός Υδραίος καπετάνιος ονομάζονταν Ανδρέας Μιαούλης. Η περίδοξη Αρβανιτιά μας καθόρισε τον Ιερό Αγώνα της Παλιγγενεσίας στη θάλασσα και προσδιόρισε κρισιμότατες φάσεις του στην ξηρά. Προσέφερε, επίσης, τα φλουριά της με τα σακιά, κυριολεκτικά. Μετά την Απελευθέρωση συμπρωταγωνίστησε, τέλος, στην πολιτική σκηνή, στις εμφύλιες έριδες, στην αναγέννηση της ελληνικής ναυτιλίας και στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού.
Χωρίς τους Αρβανίτες ο ναυτικός αγώνας ήταν καταδικασμένος και χωρίς τον έλεγχο της θάλασσας η Εθνεγερσία ήταν καταδικασμένη. Την σημαία της Επαναστάσεως στα νησιά ύψωσαν πρώτες οι Σπέτσες, ακολούθησαν τα Ψαρά και τρίτωσε η Ύδρα. Η Ιωάννα Διαμαντούρου υπογραμμίζει:[1] «Χωρίς τη συμμετοχή της Ύδρας η Επανάσταση ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη. Η Ύδρα διέθετε περισσότερα πλοία από όλα τα νησιά μαζί, που συγχρόνως ήταν και τα βαρύτερα οπλισμένα. Αύξησε τη δύναμη και τον πλούτο της ακόμη περισσότερο από τα τεράστια εμπορικά κέρδη που αποκόμισε κατά τη διάρκεια των ναπολεοντείων πολέμων».
Οι ασυγκρίτως περισσότεροι και ενδοξότεροι ναύαρχοι και ναυμάχοι του Εικοσιένα είναι Αρβανίτες. Έδωσαν στο Γένος και έχασαν στον πολεμικό στόλο τα περισσότερα, μεγαλύτερα και ισχυρότερα καράβια και τα αμύθητα πλούτη τους.
Μνημονεύονται με βαθειά ευγνωμοσύνη θρυλικοί Αρβανίτες ναυμάχοι και πυρπολητές στην Ύδρα και στις Σπέτσες: ο Ανδρέας Μιαούλης κι οι γιοί του Δημήτριος και Αντώνης, ο Ανδρέας Πιπίνος, ο Γεώργιος Σαχτούρης, οι Αναστάσης και Λάζαρος Τσαμαδός, οι Ιάκωβος, Γεώργιος και Μανώλης Τομπάζης, οι Αντώνης και Αλέξανδρος Κριεζής, ο Γκίκας Μπότασης, οι γιοί του Θεοδόσης και Νικόλας κι ο αδελφός του Παναγιώτης, οι Γιάννης Μέξης κι οι γιοί του Γεώργιος, Θεόδωρος, Νικόλαος και Παναγιώτης, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις τους κι οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της Ναυτικής Ιστορίας της Παλιγγενεσίας. Ούτε ενδεικτικά είναι δυνατόν να αναφερθούν σε ένα άρθρο τμήμα. Εδώ απλώς σκιαγραφούνται λίγες χαρακτηριστικές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας.
Ο στόλαρχος της Ύδρας Ανδρέας Μιαούλης διαλύει στον Κορινθιακό τον στόλο του καπουδάν πασά και στον Αργολικό μια μοίρα του Αβδουλάχ πασά, εισπλέει στα κατεστραμμένα Ψαρά και βυθίζει 20 κανονιοφόρους, αποβιβάζεται «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» και εξοντώνει όλους όσοι έκαψαν το νησί. Μετά εκδικείται και την σφαγή της Χίου όπου καταστρέφει όλα τα τουρκικά σκάφη. Τον Αύγουστο 1824 κατάγει ένα από τα λαμπρότερα τρόπαια της Ελλάδος καταναυμαχώντας την ενωμένη πανίσχυρη τουρκική αρμάδα στην περιώνυμη ναυμαχία του Γέροντος. Σπάζει τον ναυτικό αποκλεισμό και ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Μεσολόγγι.
Ενωρίτερα, οι πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολούν τη γιγαντιαία ναυαρχίδα του καπουδάν πασά. Ο πλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής καταστρέφει δύο εχθρικά πολεμικά, αποβιβάζεται στην Εύβοια και την ξεσηκώνει. Ο αρχιναύαρχος Γιακουμάκης (Ιάκωβος) Τομπάζης τον Μάιο 1821 οδηγεί στα στενά της Χίου με τα Ψαρά τον ελληνικό πολεμικό στόλο που αποτελούν 69 πλοία: απ’ αυτά είναι 29 της Ύδρας και 20 των Σπετσών υπό τις διαταγές του Τομπάζη και του Τσαμαδού. Ανακόπτει την τουρκική αρμάδα και στην Ερεσό ο Παπανικολής πυρπολεί το τρομερό δίκροτο των Οθωμανών που φέρει 74 βαρέα πυροβόλα και πλήρωμα χιλίων ανδρών.
Από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Σεπτέμβριο 1822 ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη με 27 υδραίικα, 20 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά καράβια αναμετριέται αδιάκοπα με τον βαρύ τουρκικό γύρω-γύρω από την Πελοπόννησο και τη σώζει με αλλεπάλληλες νίκες που κορυφώνονται στα στενά των Σπετσών. Μετά την καταστροφή των Ψαρών ο καπουδάν πασάς Χοσρέφ μετέφερε 10.000 άνδρες για να αποβιβασθούν και να αφανίσουν τη Σάμο. Μιαούλης και Σαχτούρης ενώνουν τις δυνάμεις τους να σώσουν το νησί. Με πρωταγωνιστή τον Γεώργιο Σαχτούρη οι Έλληνες καταστρέφουν τον τουρκικό στόλο στα στενά της Χίου. Από τα αποβατικά στρατεύματα σώζονται μόνον εκατό κι από τα πολεμικά μόνον ένα μπρίκι και τέσσερις κανονιοφόροι. Μεγάλη επίσης νίκη επιτυγχάνει η αρβανίτικη ναυτοσύνη υπό τον Γ. Σαχτούρη στο στενό της ιστορικής Μυκάλης. Φτάνει μέχρι το Ηράκλειο και τη Γραμβούσα στην Κρήτη, την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, τον Βόλο, το Τρίκερι και το Πήλιο στη Θεσσαλία, το Αρτεμίσιο, τη Σκιάθο, το Άγιον Όρος και τον Θερμαϊκό, ενώ φρουρεί ολοτρόγυρα τον Μοριά και περιφρουρεί τη Ρούμελη.
Άνοιξη 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του Χεδίβη της Αιγύπτου Μωχάμετ ΄Αλι, οδηγεί κατά του Μοριά την επιβλητική αρμάδα του και μια πολυπληθή στρατιά καλά οργανωμένη από Γάλλους αξιωματικούς. Τον Απρίλιο έχει καταλάβει τη Σφακτηρία, το Παλαιόκαστρο και το Νεόκαστρο, ενώ παράλληλα ισχυρή μοίρα του στόλου του πλέει εναντίον της Ύδρας. Τότε οι Αρβανίτες αντεπιτίθενται θυελλώδεις. Ο νικηφόρος και αδιαμφισβήτητος ναύαρχος του ελληνικού στόλου ο Ανδρέας Μιαούλης οδηγεί τα υδραίικα και σπετσιώτικα καράβια και, ιδίως, πυρπολικά στον κόλπο της Μεθώνης, όπου τη νύχτα της 30ής Απριλίου οι θρυλικοί πυρπολητές Ανδρέας Πιπίνος και Γεώργιος Πολίτης πυρπολούν μια μεγάλη φρεγάτα και ένα μικρότερο πολεμικό. Σε δεύτερο κύμα τέσσερις ακόμη Αρβανίτες πυρπολητές τινάζουν στον αέρα μια γαβάρα, μια κορβέτα και δύο μπρίκια του Ιμπραήμ.
Ένα μήνα αργότερα ο Σπετσιώτης ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης αποφασίζει να ναυμαχήσει στο Κάβο Ντόρο τον τουρκικό στόλο του Χοσρέφ πασά, καταστροφέα των Ψαρών, που αποτελούν 50 βαριά πολεμικά και 40 φορτηγά και μεταγωγικά πλοία. Τον ελληνικό στόλο της Αρβανιτιάς μας αποτελούν 35 πλοία και τρία πυρπολικά. Η ναυμαχία κράτησε εννέα ώρες με το φως του ήλιου. Ο Υδραίος Γιάννης Ματρόζος και ο Σπετσιώτης Λάζαρος Μουσούν τινάζουν στον αέρα μια φρεγάτα που έφερε 66 κανόνια, 800 άνδρες και ολόκληρο το ταμείο του στόλου, ενώ από αριστερά χυμάει ο Υδραίος Μανόλης Μπούτης και ανατινάζει μια κορβέτα που έφερε 36 κανόνια και 300 άνδρες που οι περισσότεροι είναι χριστιανοί μισθοφόροι Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι. Περίπου 30 μεταγωγικά κυριεύονται και μια ακόμη τουρκική κορβέτα, κυνηγημένη απηνώς, αυτοπυρπολείται έξω από τη Σύρο.
Οι δύο νικηφόρες μοίρες της Αρβανιτιάς ενώνονται και στις 2 Ιουνίου καταπλέουν στον κόλπο της Σούδας, όπου αγκυροβολεί ο αιγυπτιακός στόλος του Ιμπραήμ και πυρπολούν την υποναυαρχίδα του ενώ καθηλώνουν μέσα στον κόλπο τα άλλα 30 πλοία ώστε να πάρει ανάσα ο κατακαημένος ο Μοριάς.
Ν. Ι. Μέρτζος
[1]. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 104.