Ταξίδι ρουτίνας…εβδομαδιαίο!
Ο καιρός μουντός η διάθεσή μου το ίδιο. «Ο ήλιος στεγνώνει την κατάθλιψη» μου είχε πει ένα βροχερό πρωινό ο Γ. Β. και από τότε όποτε βρέχει περιμένω τον ήλιο.
Τα τρακτέρ παντού αλλά οι δρόμοι ανοιχτοί.
Φτάνοντας σε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων παρατηρώ από μακριά –ήταν απόλυτη ευθεία- κουκίδες στον δρόμο. Κουκίδες που όσο πλησιάζω αποκτούν χρώματα και μεγέθη διάφορα. Προσπαθώ να διώξω τις σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό μου!
«Δεν είναι…δεν είναι…ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ…» Πλησιάζω…ΕΙΝΑΙ!!!
Για πρώτη φορά βλέπω μπροστά στα μάτια μου αυτό που ακούω να περιγράφουν και αλλάζω κανάλι γιατί δεν το αντέχω. Έχω στείλει ρούχα, φαγητό, είδη υγιεινής. Έχω ενεργοποιήσει κι άλλους. Μιλάω στους μαθητές μου…προσπαθώ να τους μάθω να τους αγαπάνε. Να τους εξηγήσω… Τι να εξηγήσω; Πάντα μια ερώτησή τους με αφήνει ενεή.. « Ναι, αλλά γιατί!!!!» Γιατί; Όλα τα γιατί του κόσμου σ’ αυτό το τόσο δα γιατί του μικρού μου μαθητή.
Είναι παντού. Μωρά παιδιά, ηλικιωμένοι κι «αυτοί»… οι γιοι, οι κόρες οι μανάδες και οι πατεράδες που κουβαλάν στην αγκαλιά τους όσους τους γέννησαν και όσους γεννήθηκαν από αυτούς. Παρηγορούν, συμπαραστέκονται, κουβαλούν.
Βλέπω μια μάνα. Στο δεξί της χέρι –από την μέσα πλευρά του δρόμου – κρατάει το παιδί της. Θα’ ναι δε θα ΄ναι πέντε χρονών. Ίσως μεγαλύτερο. Στο αριστερό της χέρι ένα τεράστιος λούτρινος αρκούδος. Είναι άσπρος και φοράει ροζ ποδιά.
Σκέφτομαι την ώρα του «φευγιού». Τι να πάρεις; Τι έχει μείνει; Πώς είναι να διαλέγεις ποιο κομμάτι της ζωής σου θα πάρεις και ποιο θα αφήσεις στα χαλάσματα; Πώς είναι να ξέρεις πως δεν θα γυρίσεις ποτέ; Κι αν κάποτε τα καταφέρεις τίποτε δεν θα είναι ίδιο. Πώς είναι να ξεκινάς…χωρίς να ξέρεις που και κυρίως ΑΝ θα φτάσεις.
Το τηλέφωνο κόβει τις σκέψεις μου απότομα. Εργασιακά. Το μυαλό αλλάζει πορεία. Οι απόκριες προ των πυλών. Να οργανώσω εκείνο κι εκείνο κι….Τους βλέπω πάλι. Έχουν σχηματίσει έναν κύκλο στην άκρη του δρόμου. Μα από πού έχουν ξεκινήσει; Πόσες ώρες περπατούν; Πόσες μέρες; Τι κάνουν την νύχτα; Ένα μπάνιο. Πόσο θα ήθελα να μπορώ να τους βοηθήσω να κάνουν ένα μπάνιο. Να αφήσουν το νερό να τρέξει πάνω τους και να καθαρίσει τις βρωμιές του κόσμου όλου. Να τους βοηθήσει να νιώσουν άνθρωποι….ξανά!
Σταματάω να σκέφτομαι. Έχω βγει στην εθνική πια και είναι παντού. ΠΑΝΤΟΥ. Στα χωράφια, στα πάρκινγκ στον δρόμο. Σφίγγω τα δόντια. Νιώθω ένοχη για όσα έχω. Και για όσα ζητάω.
Τα παιδιά!!! Ο νους μου σταματάει στα παιδιά! Σ’ αυτό που ζουν και με ποιον τρόπο γράφει στην ψυχή τους. Και τότε τους βλέπω μπροστά μου. Είναι ο μπαμπάς με το κοριτσάκι του. Είναι νέος και πολύ κουρασμένος. Κάτι της λέει όμως και η μικρή ξεκαρδίζεται. Σχεδόν ακούω το γέλιο της. Και προσπαθώ να το ακούω κάθε φορά που η εικόνα τους ματώνει την ψυχή μου!
Μάρθα Μαυρίδου