H γιαγιά η Ανήκα, ήταν πάντα χαμογελαστή , καλοσυνάτη και ήρεμη , τουλάχιστον έτσι την θυμάμαι , ήταν ελάχιστες οι φορές που την είδα θυμωμένη και να παραφέρεται , ίσως και ποτέ , εκτός από εκείνη την ημέρα της αγίας Άννας , την ημέρα της γιορτής της …
Η γιαγιά είχε μια κουμπάρα την Βενετία , την είχε παντρέψει και της είχε βαφτίσει την κόρη της … Αυτή, η γιαγιά και η Παρέσσα ήταν φίλες από το σχολείο , μεγάλωσαν μαζί , πόσες φορές δεν άκουσα ιστορίες από τα νιάτα τους στα νυχτέρια τους , ήταν κάτι σαν παραμύθια , τα δικά μου παιδικά παραμύθια … Η αλήθεια είναι δεν ξέρω πως και τι ακριβώς έγινε αλλά λίγο πρίν την βάπτιση η γιαγιά και η Βενετία παρεξηγήθηκαν , από τότε κράτησαν σχέσεις τυπικές για το καλό της μικρής αλλά δυστυχώς η φιλία τους είχε χαθεί για πάντα …
Η μητέρα της Βενετίας η κυρία Παρθενούλα , μια αρχοντογυναίκα , ψιλή , όμορφη και πάντα ντυμένη σικ , από την πρώτη μέρα της κουμπαριάς φερότανε άσχημα στην γιαγιά αλλά και όλη την οικογένεια μας , το παράξενο ήταν ότι η γιαγιά την ήξερε από μικρό κορίτσι , αλλά όπως συνήθιζε να συμπληρώνει “ Άνθρωπο βλέπεις , ψυχή δεν βλέπεις “ …
Την ημέρα του γάμου με το που μπήκαν στο σπίτι η γιαγιά με τον παππού κατέβασε τα μούτρα της και τους παράτησε στο σαλόνι μόνους , την κότα ( το ποντιακό έθιμο ) την τύλιξε σε αλουμινόχαρτο και την έδωσε στην γιαγιά , μέχρι και θέμα έκανε γιατί έβαλαν τους καλεσμένους των κουμπάρων σε καλύτερο τραπέζι από το δικό της … Η γιαγιά στην αρχή την δικαιολόγησε , μία η ηλικία , μία το άγχος , μία τα προσωπικά προβλήματα του καθενός , αλλά δυστυχώς η κατάσταση συνέχισε και μετά τα βαφτίσια …
Την πρώτη φορά την σταμάτησε στο δρόμο και της είπε ότι δεν μπορεί να φέρεται άσχημα στην κόρη της , την δεύτερη φορά ενώ ήμασταν όλοι μαζί στην αγορά , ξύνισε τα μούτρα της και μας μίλησε με το ζόρι και πολλές αμέτρητες φορές όταν έβλεπε την γιαγιά στον δρόμο της γυρνούσε επιδειχτικά τα μούτρα της και δεν της έλεγε ούτε καλημέρα , η γιαγιά έλεγε ότι δεν ήθελε να πέσει στο επίπεδο της , αλλά ούτε και να δώσει μεγαλύτερη διάσταση στο θέμα , το παράξενο ήταν όταν ήταν μπροστά κόσμος της μιλούσε σαν να μην τρέχει τίποτα , άλλα ήρθε η μέρα που το ποτήρι ξεχείλισε …
Η γιαγιά έφευγε από τον γιατρό , ο παππούς ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος και πήγε να πάρει της εξετάσεις του , κοντεύοντας στα αστικά είδε την κυρία Παρθενούλα και ενώ ήταν σε απόσταση ενός μέτρου η κυρία Παρθενούλα γύρισε τα μούτρα της και έφυγε τρέχοντας από την άλλη μεριά , από την βιασύνη της θα την χτυπούσε και ένα αυτοκίνητο , όλοι γύρισαν και κοίταξαν την γιαγιά απορημένοι … Μετά από λίγες μέρες γιόρταζε η γιαγιά , το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο , η γιαγιά είχε κάνει πολλές ετοιμασίες , ξάφνου χτυπά η πόρτα και ήταν η κυρία Παρθενούλα με την Βενετία , η γιαγιά πάγωσε …
– ΒΕΝΕΤΙΑ Χρόνια πολλά κουμπάρα …
– ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Χρόνια πολλά κουμπαρούλα μου , να σε χαιρόμαστε …
– ΑΝΗΚΑ Ευχαριστώ πολύ , περάστε ….
– ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Α βλέπω πολύ κόσμο , γεια σας … Εμ , η κουμπάρα μας είναι τόσο αγαπητή και όχι άδικα …
– ΑΝΗΚΑ Ευχαριστώ πολύ , Παρθενούλα , να σου φέρω κάτι ;
– ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Ένα καφεδάκι σκέτο τίποτα άλλο , κάνω νηστεία …
– ΑΝΗΚΑ Εχω κάνει πουρμά, να σου φέρω ; …
-ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Μπα μωρέ , άσε , είπα να κάνω και λίγο δίαιτα … Άσε φέρε μόνο τον καφέ … Αλλά δεν βαριέσαι , δεν φέρνεις λίγο , σαν τα γλυκά της Ανήκας πουθενά …
Η γιαγιά τις πρόσφερε το κέρασμα και περίμενε όρθια δίπλα τους , ο παππούς την κοίταξε παραξενεμένος …
-ΑΝΗΚΑ Να σε ρωτήσω κάτι Παρθενούλα ;
-ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Αχ πολύ νόστιμος ο πουρμάς σου Ανήκα … Μα πως , ναι … Ορίστε …
-ΑΝΗΚΑ Δεν ντρέπεσαι … ; ( όλοι πάγωσαν ) Με βλέπεις στον δρόμο και δεν με μιλάς και έχεις το θράσος και έρχεσαι στο σπίτι μου σαν να μην τρέχει τίποτα … ;
-ΠΑΡΘΕΝΟΥΛΑ Εγώ , σε είδα και δεν σε μίλησα ; Πότε ;
-ΒΕΝΕΤΙΑ Μήπως δεν σε είδε Ανήκα …
-ΑΝΗΚΑ Μωρέ με είδε και με παρα είδε … Θα σε παρακαλούσα να φύγεις και να μην ξαναέρθεις πότε στο σπίτι μου , άνθρωποι που δεν σέβονται εμένα και την οικογένεια μου δεν έχουν χώρο και χρόνο στην ζωή μου …
Όλοι στο σαλόνι ένιωσαν άβολα … Η κυρία Παρθενούλα και η Βενετία έφυγαν άρον άρον … Κανείς δεν περίμενε να αντιδράσει έτσι η γιαγιά , ούτε και γω … Όταν έφυγε ο κόσμος και συζητούσαν μαζί με τον παππού άκουσα την γιαγιά να λέει …
– ΑΝΗΚΑ Στην ζωή μου έμαθα να έχω αξίες και να σέβομαι τους γύρω μου , αλλά έμαθα να σέβομαι πρώτα τον εαυτό μου και όποιος δεν με σέβεται δεν υπάρχει για μένα , δεν θα θάψω την ψυχή μου για να μην πει ο κόσμος , ούτε θα σκύψω το κεφάλι για να μην πέσω στο επίπεδο τους , γιατί εγώ έχω επίπεδο και όπως πέφτω μπορώ και να σηκωθώ ξανά , ενώ αυτοί θα είναι πάντα ισόγειο …
ΠΟΥΡΜΑΣ
- 1 Κιλό αλεύρι
- Νερό όσο πάρει
- Μία πρέζα αλάτι
- ½ φλιτζάνι ζάχαρη
- 2 ½ φλυτζάνια καρυδόψιχα χοντροκομμένη
- 1 κουταλάκι του γλυκού κανέλλα
Ζυμώνουμε το αλεύρι , το νερό και το αλάτι μέχρι να σχηματιστεί μια μαλακή ζύμη . Την αφήνουμε να σταθεί για περίπου 15΄. Στην συνέχεια χωρίζουμε το ζυμάρι σε 4-5 ίσα μέρη και τα ανοίγουμε σε φύλλα . Σε ένα μπολ ανακατεύουμε καλά τα υπόλοιπα υλικά . Στρώνουμε σε κάθε φύλλο ίση ποσότητα γέμισης και το τυλίγουμε ρολό . Τοποθετούμε τα ρολά σε λαδωμένο ταψί . Ψήνουμε τον πουρμά στoν φούρνο , στους 200 βαθμούς για 25 λεπτά περίπου , μέχρι να ροδίσει. Αν θέλουμε μπορούμε να τον περιχύσουμε μετά το ψήσιμο με σιρόπι .
Καλή σας όρεξη …
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης …