Ήταν Σάββατο πρωί , μαζί με την γιαγιά κάναμε μπισκοτάκια , τα εύκολα , όπως έλεγε η γιαγιά , τέσσερα ταψιά , θα τα πηγαίναμε το απόγευμα στης κυρα Μέλπως που θα κανε το μνημόσυνο του άντρα της , τα μισά για το απόγευμα και τα υπόλοιπα θα τα έβαζαν σε συσκευασίες ή κουτιά όπως τα έλεγαν να τα μοιράσουν μετά την εκκλησία την Κυριακή . Εννοείται πως θα βοηθούσα την γιαγιά για να τα φτιάξει και όχι μόνο … Δεν θα έχανα ευκαιρία να φάω μερικά ζεστά ζεστά μπισκοτάκια όπως βγαίνανε από τον φούρνο και να πάρω και κάνα δύο ,τρία και τέσσερα κουτάκια μετά την εκκλησία … Όπως καταλάβατε δεν έλεγα όχι σε οτιδήποτε που είχε να κάνει με φαγητό , καμιά φορά σκέφτομαι την παιδική μου ηλικία σαν ένα τεράστιο ταψί από παστίτσιο που το έτρωγα σιγά σιγά με ένα κουταλάκι του γλυκού …
Το πρωί της Κυριακής καθώς πηγαίναμε στην εκκλησία , στην κεντρική αυλόπορτα της ήταν μια κοπελίτσα γύρω στα είκοσι …
ΖΗΤΙΑΝΑ : Σας παρακαλώ … Ότι έχετε ευχαρίστηση … ‘Οχι για μένα , για τα παιδάκια μου … Ρούχα … Φαγητό … Ότι έχετε ευχαρίστηση …
Μια ζητιάνα … Μου φάνηκε τόσο παράξενο γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ζητιάνα στο χωριό … Στην πόρτα της εκκλησίας μας καλωσόρισε η κυρία Μαριγούλα , η κυρία του φιλόπτωχου της εκκλησίας , μια πολύ καλή κυρία , πάντα ντυμένη στην τρίχα, μαλλί κομμωτηρίου , με ευγένεια που πάντα ήξερε να λέει αυτό που πρέπει …
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ : Καλημέρα , κυρία Ανήκα …
ΑΝΗΚΑ : Καλημέρα …
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ : Τι μου κάνετε ; Ο σύζυγος ; Τα παιδιά ; Τα εγγόνια ; Α και ο μικρός τι κάνεις μικρέ ; Καλημέρα σου , ήρθες στην γιαγιά ; Καλέ πόσο μεγάλωσε ( μιλούσε τόσο γρήγορα που η γιαγιά δεν πρόλαβε να πει λέξη ) … Αχ είδατε ,κυρία Ανήκα ήρθανε και σε μας … ( και έδειξε την ζητιάνα ) Τι θα κάνουμε ; Ax ; Άντε μην σας καθυστερώ … Ο θεός μαζί σας … ( μας χαιρέτησε , έκανε τον σταυρό της αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στην αυλόπορτα ) …
Τελειώνοντας η εκκλησία βγήκα στην αυλή να περιμένω την γιαγιά , να δω και πόσα κουτιά θα περισσέψουνε για να με δώσει η κυρία Μέλπω , στην αυλόπορτα ήταν ακόμα η κοπέλα , η ζητιάνα , πολλοί της έδιναν τα κουτιά από το μνημόσυνο , άλλοι λεφτά μέχρι και ρούχα , η γιαγιά του φίλου μου του Τάκη , που έμεναν κοντά στην εκκλησία πετάχτηκε στο σπίτι της και έφερε μια σακούλα με ρούχα των παιδιών που τα είχε για πέταμα … Σε μια στιγμή η κυρία Μαριγούλα την πλησίασε και με έντονο ύφος της είπε …
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ : Άκου να σου πω κοπέλα μου , αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό ,να κάθεσαι μπροστά στην εκκλησία και να ζητιανεύεις , εμείς δεν θέλουμε τέτοια στο χωριό μας , άντε , το βρήκατε όλοι τώρα και το ρίξατε στην ζητιανιά , αν θέλεις να ταΐσεις τα παιδάκια σου όπως λες , να πας να δουλέψεις .. Θα σε παρακαλούσα να μην σε ξαναδώ στο χωριό μας αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα … ( και από απομακρύνθηκε νευριασμένα )
Η ζητιάνα χαμήλωσε το κεφάλι , έφυγε κλαμένη , στον δρόμο γύρισε κοίταξε την εκκλησία έκανε το σταυρό της και συνέχισε τον δρόμο της … Δεν έφαγα τίποτα εκείνη την μέρα , έφυγα κατευθείαν από την εκκλησία , ούτε κουτιά πήρα ούτε ένα μπισκοτάκι της γιαγιάς που τόσο μου άρεσαν … Μου είχε μείνει στο μυαλό χαραγμένο εκείνο το κλαμένο βλέμμα της ζητιάνας … Η γιαγιά κατάλαβε ότι κάτι έχω , αλλά δεν ήξερε γιατί δεν ήταν μπροστά στο συμβάν και δεν ήξερε ότι εγώ το είδα , αλλά κατάλαβε ότι κάτι τρέχει από την όρεξη μου , έτσι αποφάσισε να μου ψήσει ένα ταψί με μπισκοτάκια μοναχά για μένα . Έβλεπα τηλεόραση όταν η γιαγιά έφερε μια πιατέλα , να , με μπισκότα …
ΑΝΗΚΑ : ΄Ελα πουλί μ , έλα γιαβρί μ , να δεις τι σου έφτιαξα …
ΣΑΜΟΥΗΛ : Δεν θέλω …
ΑΝΗΚΑ : Γιατί μανάρι μου , τι έγινε ; ποιος σε στεναχώρησε να τον δείξω εγώ ; Έλα πες την γιαγιά που τόσο σε αγαπάει …
Και έτσι της είπα ότι έγινε την Κυριακή στην εκκλησία …
ΣΑΜΟΥΗΛ : Εγώ δεν ξαναπάω στη εκκλησία … Δεν ήταν σωστό , ο Χριστούλης δεν είπε να φερόμαστε έτσι … Και μάλιστα η κυρία Μαριγούλα , του φιλόπτωχου …
ΑΝΗΚΑ : Άκου να σου πω αγόρι μου , δεν είναι λύση αυτή , να μην ξαναπάς στην εκκλησία , γιατί ; Ο Χριστούλης τι σου έφταιξε ; Η εκκλησία είναι το σπίτι του Χριστού και όχι των ανθρώπων … Σαν τη κυρία Μαριγούλα υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που θα σου πουν ότι καλά έκανε η κυρία Μαριγούλα γιατί πολλοί ζητιάνοι όντως μας κοροϊδεύουν και ότι πρέπει κάπως να προστατευτούμε , εγώ όμως γιαβρί μου θα σου πω το εξής … Να κάνεις την καλή την πράξη για την ψυχή σου όχι για τα μάτια του κόσμου , για να γεμίσεις με καλοσύνη , να δώσεις από αυτά που ο θεός σε έδωκε περίσσεια , τώρα αν κάποιοι το εκμεταλλεύονται η αμαρτία δικιά τους , όσο για την “θέση” της κυρίας Μαριγούλας , να το θυμάσαι πουλί μου αυτό για όταν θα μεγαλώσεις , οι μεγάλες καρέκλες , οι τίτλοι και τα μεγαλεία κρύβουν τις περισσότερες φορές , όχι πάντα , αλλά τις περισσότερες φορές , το ψέμα , την υποκρισία και την βρομιά … Γι αυτό να μην επηρεάζεσαι από αυτές και αν ποτέ θελήσεις μια τέτοια “θέση” στην ζωή , να θυμάσαι την κηρία Μαριγούλα και το τι ένιωσες την Κυριακή στην εκκλησία …
ΜΠΙΣΚΟΤΑ
1 Κουτί ζαχαρούχο γάλα
400 Γραμμ. βούτυρο ανάλατο, σε θερμοκρασία δωματίου
500 Γραμμ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
Χτυπάμε το βούτυρο στο μίξερ μέχρι να αφρατέψει. Προσθέτουμε το ζαχαρούχο γάλα και συνεχίζουμε το ανακάτεμα για λίγη ώρα ακόμα. Χαμηλώνουμε την ταχύτητα του μίξερ και σταδιακά προσθέτουμε το αλεύρι. ( Προαιρετικά προσθέτουμε ξύσμα πορτοκαλιού ή όποιο άλλο υλικό θέλουμε) . Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180ο βαθμούς και στρώνουμε λαδόκολλα στα ταψιά. Πλάθουμε τη ζύμη σε μπαλάκια και τα τοποθετούμε ομοιόμορφα στο ταψιά. Τα πιέζουμε ελαφρά με το χέρι μας.Ψήνουμε τα μπισκότα για 15-20′ λεπτά και στη συνέχεια τα βγάζουμε από το φούρνο.
Καλή σας όρεξη ,
Σαμουήλ Σταύρος Σταματίδης