Η μάνα της, αχ η μάνα της έπρεπε να την χάσει για να μπορέσει να συμφιλιωθεί μαζί της.
Από την πρώτη στιγμή στην κόντρα, από το πρώτο χάδι που δεν ήθελε να της δώσει , επιλόχειος κατάθλιψη την λένε σήμερα, τότε όμως η κυρία Αμαλία πώς να εξηγήσει ότι δεν το ήθελε το μωρό της; το πρώτο της παιδί και δεν ήταν αγόρι !
«Τι ντροπή, δεν κατάφερα να δώσω στον Απόστολο χέρια, παρά βάρος, άκου εκεί κορίτσι!»
Και περνούσαν τα χρόνια και η κόντρα και η αντιζηλία μεγάλωνε, γιατί η κάθε μια ήταν αυτό που θα ήθελε να είναι η άλλη!
Το μόνο κοινό που είχαν ήταν τα αρνητικά του χαρακτήρα τους, το πείσμα και εκείνο το πράσινο βλέμμα που μπορούσε να σε τσακίσει.
Όταν όμως βλέπεις τ´ αρνητικά σου σε κάποιον άλλο, σε γονατίζει αυτή η ταύτιση και αντιδράς πάντα με το χειρότερο τρόπο.
Δεκαεφτά χρόνια πέρασαν για να μπορέσει η Ζωή να φύγει από το σπίτι, να πάει να σπουδάσει, για να ελαφρύνει η απόσταση την σχέση τους.
Το πείσμα που κληρονόμησε από την μάνα της, όμως την έκανε να ξεχωρίζει στην μεγάλη πόλη που πήγε να ζήσει.
Αλλά και πάλι όσο ζούσε η μάνα, δεν μπόρεσε να την καταλάβει, δεν εκτίμησε τίποτα απ´ όσα εκείνη με κόπο είχε καταφέρει. Είχε κρατήσει την οικογένεια σφιχτά δεμένη και από φροντίδα δεν τους είχε λείψει τίποτα. Αγόγγυστα μαγείρευε και έστρωνε τραπέζια για τους φίλους και τους συγγενείς.
Με τα βίας είχε τελειώσει το δημοτικό και όμως μπορούσε να σταθεί σε κάθε συζήτηση, με τεκμηριωμένα επιχειρήματα και λέξεις χρωματιστές! Στις έβρισκε όλες στα χριστιανικά βιβλία και στην πράσινη δερματόδετη «Καινή Διαθήκη» !
Την κορόιδευε η Ζωή και γι αυτό
«Θ´ αγιάσεις μάνα , φτάνει διάβασες, πιο πολλά από τον Δεσπότη ξέρεις» της έλεγε για να την πληγώσει
Και η μάνα της την κοιτούσε με εκείνο το ίδιο δικό της βλέμμα και της έλεγε
«Εγώ τις αλήθειες μου εδώ μέσα τις βρίσκω εσύ; Τις έχεις βρει;»
Και μετά ήρθε ο καρκίνος και η ανάγκη να της σταθεί, εκεί μέρα νύχτα, εκείνη και όχι «ο αγαπημένος της γιος»
Δεν το έκανε από υποχρέωση, το ήθελε το ένιωθε και ας παράτησε τη δουλειά της και τον άντρα της, τρεις μήνες εκεί δίπλα στη μάνα της, για να μπορέσουν να συμφιλιωθούν οι ζωές τους, τώρα που η ζωή της μάνας της χανόταν.
Επιτέλους γίνανε ομάδα και στάθηκαν μπροστά στον κοινό εχθρό τον καρκίνο. Και θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει αν η μητέρα της, τους είχε μιλήσει νωρίτερα για αυτό που ψηλαφούσε στο στήθος της.
«Δεν ήθελα να σας αναστατώσω,ετοιμαζόταν και ο Δημήτρης να παντρευτεί»
Και έτσι έχασαν την ευκαιρία να έχουν περισσότερα όπλα σε αυτήν τη μάχη.
Και περνούσαν οι μέρες και οι αγωνίες τις έδεναν και επιτέλους μπορούσαν να μιλούν χωρίς να μαλώνουν.
Και σκεφτόταν η Ζωή όταν έβλεπε την κυρα Αμαλία, επιτέλους να κοιμάται μετά από το δεύτερο παυσίπονο επίθεμα!
«Η μάνα σου ρε φίλε … όλα αυτά που δεν θέλεις να γίνεις… μα τελικά όλα αυτά που είσαι !»
Ξυπνούσε η μάνα και έπαιρνε πάλι εκείνη την φθαρμένη «Καινή Διαθήκη» να διαβάσει.
Νευριαζε η Ζωή και τις έλεγε
«Που είναι ο Θεός σου; που τόσο υπηρέτησες, τώρα να σε βοηθήσει ;»
Και αμέσως μετάνιωσε για την οργή της
Γύρισε τότε η κυρία Αμαλία και για πρώτη φορά κοίταξε την κόρη της με όλη την στοργή και την αγάπη του κόσμου και της είπε
«Σε παρακαλώ διάβασε μου αυτό»
Πήρε η Ζωή το προσευχητάρι και διάβασε δυνατά
«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε,
τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, καὶ ζωῆς χορηγός,
ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν,
καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος,
καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
–Για μένα ο Θεός είναι η αλήθεια μου και νιώθω πως εκεί μπορώ να βρω όλους τους θησαυρούς της ζωής. Εκείνος μπορεί να με βοηθήσει να βρω τον δρόμο μου και να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Δεν σου λέω να επιλέξεις την ίδια αλήθεια με μένα, αλλά βρες κάτι μεγάλο να στηριχθείς και αν δεν βρίσκεις κάνε τον εαυτό σου σπουδαίο, πολύ σπουδαίο όμως για να μπορείς να φτάσεις στη θέωση.