*Στίχος του Άκη Αλκαίου από τον Ωροσκόπιο
Η κυβερνητική διαρροή πως «ο χρόνος θα δώσει τη λύση» σχετικά με τα ονόματα των θυμάτων των Τεμπών που χαράχθηκαν στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη αποκαλύπτει τη βαθιά ριζωμένη πολιτισμική παραδοχή ότι ο χρόνος δρα ως φυσικός μηχανισμός ίασης. Η φράση, την οποία φιλοκυβερνητικά μέσα αποδίδουν σε πηγές της εκτελεστικής εξουσίας, υπερβαίνει το πλαίσιο μιας επικοινωνιακής στρατηγικής διαχείρισης και εκφράζει έναν ψυχολογικό μηχανισμό αποφυγής και μια θεσμική αδυναμία επεξεργασίας του πένθους. Η ανάθεση στη φθορά της ύλης του ρόλου της αποκατάστασης του τραύματος συνιστά παρανόηση της ανθρώπινης οδύνης. Η ψυχική διεργασία της απώλειας απαιτεί επεξεργασία, ακρόαση και συμβολισμό, ενώ η απουσία αυτών αφήνει τη μνήμη μετέωρη και τη συλλογική εμπειρία ανεπεξέργαστη. Το αίτημα των συγγενών αποτελεί μορφή αντίστασης απέναντι στη σταδιακή απονέκρωση του λόγου και της ευθύνης. Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρωθυπουργό να «δοθεί χρόνος, ώστε να αποστειρωθεί το ζήτημα από την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα», μια φράση που συμπυκνώνει τη σύγχυση ανάμεσα στη θεσμική νηφαλιότητα και την ψυχική απάθεια απέναντι στο πένθος.
Η ψυχανάλυση έχει αναδείξει ότι το τραύμα, όταν παραμένει άρρητο, δεν υποχωρεί αλλά μετασχηματίζεται, ενσωματώνεται στις δομές της συλλογικής μνήμης και συνεχίζει να δρα σε λανθάνουσα μορφή. Η κοινωνική ψυχολογία περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως μορφή εκτόπισης του συλλογικού αισθήματος ενοχής, η οποία επιτελείται μέσω της επίκλησης ενός «φυσικού χρόνου» που θεωρείται ικανός να αποκαταστήσει την ισορροπία. Η επίκληση αυτή μεταθέτει την ευθύνη από το ανθρώπινο στο απρόσωπο, μετακινώντας το βάρος της πράξης στη φθορά των πραγμάτων και όχι στη συνειδητή επεξεργασία των γεγονότων.
Όταν κυβερνητικοί κύκλοι διαρρέουν ότι «ο χρόνος θα σβήσει» τα ίχνη του πένθους, η εξουσία αναλαμβάνει ασυνείδητα τον ρόλο του επιτηρητή της λήθης. Πρόκειται για πολιτικό φαινόμενο αποσυναισθηματοποίησης, όπου η μνήμη παύει να νοείται ως ζωντανή διεργασία και εκλαμβάνεται ως διοικητικό εμπόδιο. Η κανονικότητα ταυτίζεται με τη σιωπή και η ευθύνη παραμένει εκκρεμής. Το τραύμα μετατοπίζεται στον χρόνο, επιτρέποντας στο παρόν να αποφύγει την αναμέτρηση με την ενοχή και τον αναστοχασμό.
Η πολιτική ψυχολογία έχει αναδείξει ότι οι φορείς εξουσίας, σε περιόδους πένθους ή κρίσης, συχνά ενεργοποιούν μηχανισμούς ψυχολογικής απόστασης. Η απομάκρυνση από το αντικείμενο της απώλειας δημιουργεί αίσθηση σταθερότητας, εδραιώνει όμως την απώθηση. Η κοινωνία, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χάνει σταδιακά την ικανότητα να νοηματοδοτεί το τραύμα και αρχίζει να το προσλαμβάνει ως θόρυβο που διαταράσσει τη ροή της καθημερινότητας. Το πολιτικό σύστημα, μέσω αυτής της διαδικασίας, δεν αδρανεί απλώς θεραπευτικά αλλά παράγει μια νέα μορφή ψυχικής απονέκρωσης, όπου η απώλεια καθίσταται αόρατη, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλεται επίπονη προσπάθεια να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση μιας ισορροπίας που αφήνει το άλγος ανέπαφο.
Η αποκατάσταση του συλλογικού τραύματος προϋποθέτει θεσμική πράξη αναγνώρισης. Η μνήμη αποκτά θεραπευτική διάσταση όταν μετατρέπεται σε λόγο και διάλογο, όταν η εμπειρία της απώλειας αποκτά θέση εντός των θεσμών. Το κράτος οφείλει να λειτουργεί ως πλαίσιο επεξεργασίας του πένθους και ως φορέας κοινωνικής νοηματοδότησης της μνήμης. Ο χρόνος διαμορφώνει τις συνθήκες μέσα στις οποίες μια κοινωνία είτε θα θυμηθεί με ευθύνη είτε θα παραδοθεί στη λήθη από κόπωση.
Η λήθη που προκαλεί η φθορά αποτελεί φυσικό φαινόμενο, ενώ εκείνη που αναπαράγεται μέσα από τη λειτουργία της εξουσίας συγκροτεί θεσμικό μηχανισμό αποσιώπησης. Όσο αυτός παραμένει ασυνείδητος, το συλλογικό πένθος δεν μετασχηματίζεται σε γνώση ή συλλογική επίγνωση. Η κοινωνία συνηθίζει να συνυπάρχει με το τραύμα ως υπόστρωμα της κανονικότητας και το κράτος το διαχειρίζεται ως σκιά. Η δοκιμασία του χρόνου αφορά την ικανότητα διατήρησης της μνήμης με επίγνωση και ευθύνη. Έστω κι αργά.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων