Μας έκανε να τρέξουμε ξυπόλυτοι μια δύναμη πανίσχυρη αναπάντεχη ψυχής, ένα ξεσήκωμα από το βόλεμα, μην καταλήξουμε στα απόβλητα των «πρώτων», λίγο πριν γίνουμε η στάχτη μιας ξεθωριασμένης συλλογής, λίγο πριν μας αφανίσουν για πάντα οι επιλογές και οι προτεραιότητες των «αδίκων».
Στράγγιζαν τα νερά στα προπέρσινα ρούχα μας. Οι θόρυβοι των ουρανών ρίχναν μολύβι, σαν τρέχαμε να φυλαχτούμε απ’ τ’ άδικο, στους αχυρώνες και στα αιωνόβια δεντρόσπιτα, σε ονειρέματα όμορφων χρόνων που πέρασαν ….
-Μην μας μέτρησαν λάθος οι φτηνοί εκτιμητές αυτού του κόσμου;
-Μην μας αντάμωσαν τα φαντάσματα των βλοσυρών;
-Μην ήταν ο δρόμος κακοτράχαλος κι εμείς ονειροπόλοι ακτιβιστές, γυρέψαμε κορφή στο όραμα, λεύτερη σκέψη;
Γράψαμε με τα δάχτυλα στη λάσπη SOS. Στα χνώτα των ζώων ζεστασιά ζητήσαμε. Αδράξαμε μια ευκαιρία, να επιζήσουμε κουλουριασμένοι στ’ απόσκιο, αποδιωγμένοι κι ασήμαντοι, σύμβολα απλά, μιας λησμονημένης θεωρίας ….
-Δύναμη όμως ανίκητη, πέτρινο θάρρος μας γέμισε ξάφνου ….
-Με γήινα χρώματα ζεστά μας έντυσε ζωής και λάμψη αγγέλου.
-Χάρισε σ’ εμάς τους ξυπόλυτους Φ Ω Ν Η, γυρεύοντας τη δικαίωση …..