‘-Βρε, κοίτα ποιος έρχεται…
-Μα, ο Τασούλς!
-Γειά σου Χάμπο, γεια σου Κάκκο.
-Σα τα χιόνια βρε Τασούλ. Χάθκες…
-Ναι Βε Τασούλ. Περνά να σε βλέπουμε. Να μας κάνεις και λίγο παρέα στον καφενέ. Ξες πως σ’ αγαπάμε μεις.
-Ν’ ακούσουμε κι έναν νέο άνθρωπο βρε αδερφέ. Μεις γίνηκάμε αιωνόβιοι.
-Μια χαρά είστε. Χάθηκα γιατί με φάγαν τα χωράφια Κάκκο.
-Έχει πολύ δουλειά έ;
-Εμ δεν έχει Χάμπο; Έβαλα και πολλές καλλιέργειες βλέπεις για να βγαίνω κάπως!
-Για πε. Τι έβαλες;
-Και τι δεν έβαλα Κάκκο. Λεβάντα, κράνμπερι, αρωματικά, καλαμπόκια… Απ’ όλα έβαλα.
-Το παλεύς γερά Τασούλ. Εύγε!
-Έτς πρέπει. Νέος άνθρωπος. Να πιάνεις την πέτρα να τη στύβεις.
-Ναι Κάκκο, μα μη ξεχνάς, ο Τασούλς μας είν’ επιστήμονας. Γεωπόνος!
-Τι επιστήμονας Χάμπο; Αγρότης με πτυχίο είμαι!
-Μη το λες αυτό Τασούλ. Μη το λες. Επιστήμονας είσαι!
-Τι επιστήμονας Κάκκο. Κανονικός αγρότης είμαι. Κανονικός. Οργώνω, σπέρνω, ποτίζω, θερίζω, φρεζάρω…
-Ναι βρε, αλλά τα κάνεις όλα αυτά…επιστημονικώς!
-Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Γι’ αυτό σε λέω. Αγρότης με πτυχίο!
-Ναι για! Λίγο το ‘χεις βρε Τασούλ που πήρες το πτυχίο;
-Πήρες το πτυχίο για παλικάρι μ’.
-Ξες Κάκκο τι είν’ η ειρωνεία;
-Τι για;
-Η ειρωνεία είν’ που ο πατέρας μου, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο μου ‘φαγε τ’ αυτιά. “Διάβαζε! Διάβαζε να γίνεις επιστήμονας βρε. Μη μείνεις αγρότης σα και μένα”!