Η πρόσφατη τροπολογία για την αναστολή των διαδικασιών ασύλου στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ως τεχνικό και επιχειρησιακό μέτρο για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης. Ωστόσο, η θεσμική της συγκρότηση και η συνοδευτική κυβερνητική ρητορική την εντάσσουν σε ένα πλαίσιο κανονιστικής εξαίρεσης, όπου η προσφυγική ιδιότητα εκπίπτει υπέρ της έννοιας της «εισβολής». Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή υποσκελίζει τη ρυθμιστική διαχείριση των ροών και εισέρχεται στο πεδίο της αναστολής θεμελιωδών εγγυήσεων του διεθνούς δικαίου, μετατοπίζοντας τη μεταναστευτική ανάγκη στον άξονα του εσωτερικού κινδύνου. Φέρει, επομένως, χαρακτήρα βαθιά πολιτικό, διαποτισμένο από ψυχικό, συμβολικό και αξιακό φορτίο. Αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία επιλέγει να ανταποκριθεί στην παρουσία του προσώπου που ζητά προστασία, της γυναίκας που δραπετεύει από καταναγκαστικό γάμο, του πατέρα που πασχίζει να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τα παιδιά του, του ανηλίκου που αναζητά τροφή σε μια χώρα χωρίς ειρήνη.
Η φράση του αρμόδιου υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι φάρος για την παράνομη μετανάστευση» υπερβαίνει την τυπική αναφορά στη φύλαξη των συνόρων. Εκτρέπεται σε άρνηση του δικαιώματος διεθνούς προστασίας, καθώς μετατοπίζει την ανθρώπινη ανάγκη στο πεδίο της απειλής. Το πρόσωπο του πρόσφυγα παύει να αναγνωρίζεται ως φορέας τραύματος και ανακατασκευάζεται ως ενσάρκωση του κινδύνου. Εφόσον δεν είναι δυνατή η επιστροφή του, ακολουθεί η κράτηση. Όταν η εξαφάνιση αποτυγχάνει (κυριολεκτικά ή συμβολικά), επιλέγεται η σιωπή –μια σκόπιμη αποσιώπηση μέσω των ΜΜΕ– ώστε το κοινό να αντικρίζει τον αιτούντα άσυλο μόνο μέσα από την παραμορφωτική εικόνα του «λαθρομετανάστη», ενός όρου που λειτουργεί ως εργαλείο ποινικοποίησης της ύπαρξης και νομιμοποίησης της αυστηρότητας.
Η συναισθηματική απονέκρωση που συνοδεύει τέτοιες δηλώσεις αντανακλά μια θεσμικά οργανωμένη αμυντική στάση, ενταγμένη σε ένα σύστημα κοινωνικής αναπαράστασης που στοχεύει στη διαγραφή της ενοχλητικής μνήμης. Η απόκρυψη ή παραμόρφωση των αιτίων του εξαναγκασμένου εκπατρισμού -της φτώχειας, του πολέμου, της έμφυλης βίας, των φυσικών καταστροφών- οδηγεί στη διαμόρφωση ενός αναπλαισιωμένου λόγου περί «απειλής». Μέσα σε αυτό το θεσμικό περιβάλλον, οι εκτοπισμένοι απογυμνώνονται από την ιστορικότητα και την υποκειμενικότητά τους, ενώ μετατρέπονται σε ροές χωρίς προέλευση, σε αριθμούς που σβήνουν τα πρόσωπα, σε στατιστικά μεγέθη που περιθωριοποιούν το βίωμα.
Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR, 2024), περισσότεροι από 11,6 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως κινδυνεύουν να απολέσουν την πρόσβαση σε βασική ανθρωπιστική βοήθεια, λόγω σοβαρής υποχρηματοδότησης. Στη Σομαλία, 4,4 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται ήδη σε κατάσταση οξείας διατροφικής ανασφάλειας. Στο Σουδάν, δεκάδες χιλιάδες έχουν χάσει τη ζωή τους από επιθέσεις παραστρατιωτικών, ενώ στο Αφγανιστάν, η εκπαιδευτική και θεσμική αποβολή των κοριτσιών συνδυάζεται με την κρατικά νομιμοποιημένη βία κατά των γυναικών. Στο Πακιστάν, περιστατικά δημόσιου λιντσαρίσματος για κατηγορίες βλασφημίας -ακόμα και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία- υπογραμμίζουν τον κίνδυνο αυθαίρετης και μαζικής τιμωρητικότητας. Στο Μπαγκλαντές, η επισφάλεια ζωής εντείνεται τόσο από την πολιτική καταστολή όσο και από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, που εκτοπίζει χιλιάδες κατοίκους παραθαλάσσιων περιοχών κάθε χρόνο. Τα παραδείγματα αυτά δεν συγκροτούν εξαιρέσεις, αλλά φανερώνουν τον παγκόσμιο χαρακτήρα της εξαναγκαστικής μετακίνησης ως απόρροια διαρκών συνθηκών απειλής. Η περίπτωση της Παλαιστίνης παραμένει εμβληματικό παράδειγμα θεσμοποιημένης αποστέρησης δικαιωμάτων και διαρκούς εκτοπισμού, υπενθυμίζοντας ότι η αορατότητα δεν απορρέει από έλλειψη γεγονότων, αλλά από μια συστηματική πολιτική απώθησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο δημόσιος λόγος περί «παράνομης μετανάστευσης» λειτουργεί ως ψυχικός αμυντικός μηχανισμός: συγκαλύπτει την ενόχληση που προκαλεί η ευαλωτότητα του άλλου, ακριβώς επειδή αυτή αποκαλύπτει το εύθραυστο του δικού μας εαυτού. Η ψυχανάλυση έχει δείξει ότι μπροστά σε τέτοιες εικόνες, ενεργοποιούνται μηχανισμοί απώθησης και προβολής, που μετατρέπουν τον φόβο σε επίθεση. Όπως υπογραμμίζει η αμερικανίδα φιλόσοφος και θεωρητικός της πολιτικής ηθικής και του φύλου, Judith Butler, η αναγνώριση της ευαλωτότητας του άλλου δεν αποτελεί πράξη φιλανθρωπίας, αλλά πολιτική συνθήκη που καθορίζει ποια ζωή γίνεται αντικείμενο φροντίδας και ποια όχι. Η αποσιώπηση αυτής της αναγνώρισης επιτρέπει την εδραίωση μιας κανονικοποιημένης απάθειας και αποδοχή της απανθρωποποίησης.
Ο ξεριζωμένος, το πρόσωπο που στερείται νομικής προστασίας, εργασίας και δυνατότητας λόγου στον δημόσιο χώρο, δεν προκαλεί φόβο για τις υποτιθέμενες ιδιότητές του, αλλά για την υπενθύμιση ότι η ασφάλεια, η υπαγωγή στο δίκαιο και η ένταξη στην κοινωνική αφήγηση είναι επισφαλείς συνθήκες. Όπως επισημαίνει ο ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben, ο homo sacer -το υποκείμενο που μπορεί να σκοτωθεί χωρίς να έχει προηγηθεί καταδίκη- συνιστά αναγκαία έκφανση της κυριαρχίας και όχι μια εξαίρεση. Η ύπαρξη του πρόσφυγα καθρεφτίζει τη δυνατότητα γυμνής ζωής, χωρίς πολιτικό status, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς θέση στην ιστορία που αφηγείται η κυρίαρχη κοινότητα.
Η πλήρης εξάλειψη του τραύματος παραμένει αδύνατη για τον ψυχισμό, όπως και για τη συλλογική μνήμη. Η απώθηση, όταν επιβάλλεται ως κρατική στρατηγική ή αντανακλάται ως κυρίαρχη κοινωνική προσδοκία, επιστρέφει μεταμφιεσμένη σε ενοχή, συναισθηματική αποστράγγιση και τιμωρητική σκληρότητα απέναντι στους πλέον ευάλωτους. Όταν ο πολιτικός λόγος αποκλείει την ενσυναίσθηση ως θεμιτό στοιχείο της δημόσιας σφαίρας, η ικανότητα για ταύτιση αποδυναμώνεται. Σε μια τέτοια συνθήκη, ο κοινωνικός δεσμός διαβρώνεται σταδιακά, αφήνοντας πίσω του την ψυχρότητα μιας αφανούς εγκατάλειψης.
Ο βρετανός παιδίατρος και ψυχαναλυτής Donald Winnicott ανέπτυξε τη θέση ότι η αναγνώριση του Άλλου ως διακριτού και ανεξάρτητου υποκειμένου δεν προκύπτει αυτόματα, αλλά αποτελεί το αποτέλεσμα μιας φαντασιακής δοκιμασίας, η οποία οφείλει να αποτύχει ώστε να καταστεί δυνατή η σχέση. Η παρουσία του Άλλου, που επιμένει παρά τη φαντασιακή του «καταστροφή», θεμελιώνει την εμπειρία της σύνδεσης. Στο πολιτικό πεδίο, όμως, αυτή η ψυχική δοκιμασία μετατρέπεται σε πραγματικό μηχανισμό αποκλεισμού, μέσα από επαπειλούμενες απελάσεις, φυλακίσεις και θεσμοθετημένες σιωπές. Από ενδοψυχική, η αδυναμία αναγνώρισης καθίσταται κανονιστική αποπομπή.
Η περιοριστική τροπολογία για το άσυλο συμβολίζει την απόσυρση της πολιτείας από κάθε δυνατότητα συγκινησιακής εγγύτητας με τον εκτοπισμένο. Όταν η επικρατούσα κοινωνική θέαση εξοικειώνεται με την αδιαφορία, η απόσταση από τον πόνο παύει να είναι προστατευτική και καθιερώνει μια ρωγμή στην ηθική ανταπόκριση. Το τίμημα της πολιτειακής αποξένωσης εγγράφεται στον ψυχισμό. Διαρρηγνύει τον ιστό που συγκρατεί το πρόσωπο στην κοινότητα, αφαιρώντας του την ικανότητα να απευθύνεται και να αναγνωρίζεται.
Αναφερόμενη βιβλιογραφία:
Agamben, G. (1998). Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life (D. Heller-Roazen, Trans.). Stanford University Press.
Butler, J. (2004). Precarious Life: The Powers of Mourning and Violence. Verso.
UNHCR. (2024). Global Appeal 2024 Update. United Nations High Commissioner for Refugees. https://www.unhcr.org/media/global-appeal-2024
Winnicott, D. W. (1986). The Use of an Object and Relating Through Identifications. In The Maturational Processes and the Facilitating Environment (pp. 86–94). Karnac Books. (Πρώτη δημοσίευση 1969)
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων