‘-Γεια σου Γιάννε. Χάθηκες τελευταία. Πως τα πας;
-Καλά είμαι Χάμπο. Τσιπ καλά!
-Επειδή δε σε πολυβλέπουμε…
-Μπα, είναι λόγω καιρού Χάμπο. Δεν έχω άλλο λόγο.
-Που βρέχει τόπους – τόπους κι αναπάντεχα;
-Ναι για. Κοιτάζω έξω. Λέω καλός είν’ ο καιρός, θα βγω! Λάμπει ο ήλιος!
-Έ, και γιατί δε βγαίνεις τότε;
-Θα σου πω. Βλέπω τον ήλιο να λάμπει, σκύβω να δέσω τα κορδόνια μου Χάμπο και μέχρι να σηκώσω τα μάτια, σκοτεινιά και βροχή!
-Δεν έχεις κι άδικο. Εκατό φορές τη μέρα αλλάζει ο καιρός.
-Έτσι είν’ η άνοιξη Χάμπο. Άστατη κι ανάστατη.
-Έτσι ήταν πάντα Γιάννε. Έτσι δεν είναι;
-Δίκιο έχεις. Άστατη κι ανάστατη. Όλο αλλαγές.
-Δεν είν’ κακό η αλλαγή!
-Όχι Χάμπο. Το αντίθετο. Κακή είν’ η ρουτίνα.
-Ναι Γιάννε. Αυτή η αλλαγή, σε φέρνει μιαν ωραία αναστάτωση, έτσι, σε ξανανιώνει. Σα να σε υπόσχεται…
-Κάτι νέο. Σα να ξαναρχίζει η ζωή απ’ την αρχή. Θες το κρύο που φεύγει, θες η μέρα που μεγαλώνει, το φως που πληθαίνει, ο ήλιος, που ό,τι και να γίνει, λάμπει τόπους – τόπους.
-Γιάννε… Πάντα ποιητής ήσουν τελικά!
-Όχι Χάμπο, αλήθεια! Έρχεται το Πάσχα, έρχεται η Ανάσταση. Έτσι είν’ η άνοιξη, όλο υποσχέσεις.
-Καλες είν’ οι υποσχέσεις. Και λες, που θα πάει; Θα φτιάξουν τα πράγματα.
-Έ ναι βρε Χάμπο, ας είμαστε αισιόδοξοι. Η ζωή μας βελτιούται.
-Τι λες βρε Γιάννε; Πήραμε δρόμο με το ποιητικό. Η ζωή μας βελτιούται – βελτιούται και στο τέλος κακαρούται!
-Έ βρε Χάμπο. Μια φορά μη χαλάς την ατμόσφαιρα. Είπαμε άνοιξη, αναγέννηση, υπόσχεση.
-Μεις είπαμε, αλά ποιοι είμαστε ‘μεις; Και τι κι αν είπαμε ‘μεις. Άμα δεν πουν οι άλλοι…
-Έ, τώρα με προσγειώσες ανώμαλα Χάμπο. Όχι πως έχεις άδικο…Αλλά με πας σε μια στιγμή απ’ τον ήλιο στη σκοτεινιά!
-Ναι Γιάννε. Δίκιο έχεις. Το καταλαβαίνω. Μ’ έχει πιάσει και μένα η άνοιξη. Είναι άστατη για.
-Ναι βρε Χάμπο. Στη Γκιόλια βρέχει και στον Άγιο Στεφανο…λιακάδα.
-Κοιτάω έξω και γω. Άιντε, λιακάδα είναι. Θ’ αναστησουμε, λέω. Ξανακοιτάω, συννεφιά είναι, βροχή! Λεω, μπα, δεν το βλέπω.
-Άστατη η άνοιξη, άστατος ο καιρος, ανάστατη κι η διάθεσή σου Χάμπο.
-Γιάννε, στο ξανά ‘πα. Τελικά είσαι μεγάλος ποιητής…