Του Μιχάλη Πιτένη
Ξαναγυρίσαμε εκεί που ήμασταν πριν μια βδομάδα. Δεν είναι κακό. Ειδικά όταν έχεις δει το χειρότερο. «Το καλοκαίρι της καταστροφής», για να δανειστώ τον τίτλο με τον οποίο κυριακάτικη εφημερίδα σχολίαζε την πρόσφατη παραγωγή αμερικάνικων ταινιών.
Ταιριαστός τίτλος αν σκεφτείς πως κάτι από ταινία αγωνίας θύμιζαν όλα αυτά που έγιναν τις τελευταίες επτά ημέρες. Από ταινία που προβάλλεται δοκιμαστικά, προτείνοντας δύο τρία διαφορετικά φινάλε στους επιλεγμένους θεατές, για να αποφασίσουν εκείνοι ποιο προτιμούν. Μόνο που εδώ οι θεατές παρότι… είδαν, δεν αποφάσισαν. Το τέλος το επέλεξαν οι παραγωγοί της ταινίας με βάση τις δημοσκοπικές μας διαθέσεις. Αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος πλησίαζε το 35%, που σημαίνει αυτοδυναμία, μην έχετε καμιά αμφιβολία. Πραγματικό καλοκαίρι καταστροφής θα ζούσαμε και αντί να βουτάμε και να χανόμαστε στα νερά θα βουτούσαμε στην απελπισία των πλαστικών σημαιών και των εξίσου πλαστικών λόγων, όλων των χρωμάτων. Απ΄ το βαθύ μαύρο μέχρι το βαθύ κόκκινο. Χωμένοι βαθιά και εμείς στο τέλμα που μας όρισε η μοίρα μας και το ξερό μας κεφάλι.
Τελικά, όμως, το γλιτώσαμε αυτό το καλοκαίρι της καταστροφής. Με τον… μεταρρυθμιστή Κυβερνήτη να δείχνει μεγαλόψυχος, αφού τον πίεσαν αρκετά οι δανειστές της χώρας και τα δημοσκοπικά ποσοστά, μεταθέτοντας για το μέλλον, το άμεσο ή το απώτερο, ποιος ξέρει;-, την προσπάθεια αυτοανατροπής του. (Αλήθεια, γιατί δεν αναλαμβάνει τη διοίκηση σωματείου, ή συλλόγου, όπου θα μπορεί να ανατρέπει κάθε τρεις και λίγο τον εαυτό του και να πηγαίνει συνεχώς σε εκλογές, μπας και ξεχαρμανιάσει;). Με τους Συγκυβερνήτες του να σταυροκοπιούνται κρυφά, διότι όσο και αν δεν τις φοβούνταν τις εκλογές, τόσο έβλεπαν εφιάλτες με εκείνα τα κακόγουστα παραβάν και τη συμβία να τους δίνει χαρτί με τα ψώνια του σπιτιού, λέγοντας «μια και δεν έχεις να κάνεις τίποτα άλλο, δεν πετάγεσαι μέχρι το σούπερ μάρκετ;».
Με τον εν αναμονή Κυβερνήτη να ανακοινώνει απ΄ την πλατεία το τέλος εποχής των άλλων, αλλά να τρέμει το φυλλοκάρδι του μήπως ισχύσει κιόλας και τον φωνάξουν μέσα, «ελάτε να πάρετε το μαγαζί», χωρίς να προλάβει να συγκαλέσει διαρκές και… ατελείωτο συνέδριο το οποίο θα αποφασίσει με ταχύτατες διαδικασίες που δεν θα διαρκέσουν πάνω από τρία έως πέντε χρόνια, αν η χώρα θα μείνει στην Ευρώπη, ή αν θα την αποσύρουμε, μετατρέποντας την σε πλωτό νησί και όπου μας βγάλει το κύμα.
Με τους… ψεκασμένους πλην όμως σταθερά Ανεξάρτητους, και τους ξεχασμένους στην περίοδο της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, να δηλώνουν έτοιμοι για «πάλης ξεκίνημα, νέους αγώνες», εφορμώντας εννοείται από εντελώς αντίθετες αφετηρίες (σ. σ. για να μην τα ισοπεδώσουμε και όλα).
Με όλους αυτούς και με μας, τους υπόλοιπους που θεωρούμε πως επειδή η ζωή μας για μας είναι μια ιδέα που τη θεωρούμε σπουδαία*, ότι το ίδιο ισχύει και για τους άλλους. Και όχι μόνο ισχύει αλλά θα δίσταζαν, για να μην πω θα ντρέπονταν, να την παίξουν σε μια ζαριά… Τόσο μακριά νυχτωμένοι είμαστε.
*Η φράση αποτελεί δάνειο απ΄ τον υπέροχο στίχο του Γιάννη Γούνα «η ζωή μου μια ιδέα που τη νόμιζα σπουδαία», που μουσικά έντυσε ο Γιάννης Χριστοδουλόπουλος και ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας.