Λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το μετρό της Δάφνης, η «πιάτσα» των μεταναστών που αναζητούν δουλειά. Ο Αντέλ, ο Κοράν, ο Φουάντ, ο Μοχάμεντ, ο Οσμάρ. Προέλευση, κυρίως Κουρδιστάν. Η διαδρομή, λίγο πολύ κοινή για όλους: «Κουρδιστάν-Τουρκία με λεωφορείο. Τέσσερις μέρες περπάτημα μέχρι την Ελλάδα. Καμιά 50αριά συνολικά, προς 2.000-3.000 ευρώ το κεφάλι. Αν σε πιάσουν, συνήθως δεν πληρώνεις. Η οικογένειά σου περιμένει ειδοποίηση ότι έφτασες για να βάλει τα λεφτά στην τράπεζα», διευκρινίζουν.
Στημένοι στο πεζοδρόμιο από τις 06.00. Αναμονή μέχρι τις 11.00. Οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες σταματούν με το αυτοκίνητο μπροστά τους. Σύντομες οι διαπραγματεύσεις. Μετακόμιση, οικοδομή, μερεμέτια, οτιδήποτε. Το μεροκάματο, 30-40 ευρώ. Αγραφος νόμος, η αλληλεγγύη: αν πάει ένας, βοηθάει τους υπόλοιπους.
Ο κ. Δημήτρης τοποθετεί μοκέτες. Συχνά αναζητεί στη Δάφνη τεχνίτες: «Ελληνα δεν βρίσκεις για δύο-τρία μεροκάματα. Βολεύτηκα με τα παιδιά εδώ, αν και αρχικά δίσταζα. Δουλεύουν φιλότιμα. Κρίμα που έφυγαν τόσοι πολλοί».
Οι δουλειές, πεσμένες. «Μέχρι το 2008, έστελνα λεφτά στη μάνα μου – 500 ευρώ για να ζήσουν 20 άτομα. Τώρα, μου στέλνει εκείνη». «Με το ζόρι δουλεύεις πια. Δύο μέρες την εβδομάδα, το πολύ τρεις. Μπορεί και καθόλου. Αλλά, ούτε οι Ελληνες δουλεύουν… Το 2007, ήμασταν εκατοντάδες. Τώρα δεν θα δεις ούτε 15 άτομα στον δρόμο». «Να ζητήσεις δουλειά σε μαγαζί, σε διώχνουν: “Φύγε από εδώ, κοπρόσκυλο” ή δίνουν 5 ευρώ όλη μέρα. Ντρέπομαι, δεν πάω. Καλύτερα εδώ. Κι ας στεκόμαστε σαν τις π…», το παράπονο του Αντέλ.
«Μόνο Πακιστανούς βλέπεις. Διέλυσαν τα μεροκάματα – 8 ώρες δουλειά, 10 ευρώ. Διώχνει έναν δικό μας ο Ελληνας, για να πάρει δύο Πακιστανούς. Εγώ όμως είμαι τόσα χρόνια εδώ, πληρώνω νοίκι, λογαριασμούς, δεν χρωστάω ούτε ένα εισιτήριο. Μπορεί να ψάχνουμε όλοι για κάτι καλύτερο, αλλά δεν είμαστε ίδιοι. Οι Πακιστανοί μένουν πολλοί μαζί, ζητιανεύουν στα φανάρια. Πρόσφατα, σκότωσαν εκείνο τον γιατρό… Αλλος κάνει το κακό κι άλλος την πληρώνει», συνεχίζει ο Αντέλ. Η απορία, εύλογη: «Εχετε προβλήματα με τους Ελληνες;». «Με τη γειτονιά, κανένα. Μας ξέρουν, δεν ενοχλούμε. Δουλειά περιμένουμε. Πρόβλημα, η Χρυσή Αυγή. Ερχεται να σε βρει όταν είσαι μόνος. Δέκα εκείνοι, ένας εμείς. Εναν φίλο, τον χτύπησαν στην πλάτη. Αν θέλει να με χτυπήσει, να έρθει μπροστά μου, όχι πίσω μου», ξεσπάει ο Οσμάρ. «Ή μπορεί να πας να δουλέψεις κάπου κι όταν έρθει η ώρα να πληρωθείς, σου λένε “φύγε τώρα μη φωνάξω τη Χρυσή Αυγή”. Κι εμένα μου ’χει τύχει. “Αφού φίλε, δούλευα”, του είπα. Μου ’φαγε 300 ευρώ. Τι να πεις; Μπορεί να είμαι ξένος, αλλά είμαι άνθρωπος κι εγώ. Είναι πολύ λάθος η Χρυσή Αυγή».
Τα χαρτιά τους
Αλλο μεγάλο «αγκάθι», τα χαρτιά των παράνομων μεταναστών: «Κάθε τόσο, με σταματάει η αστυνομία. Ζητάνε χαρτιά. Αλλιώς, φυλακή. Γιατί φυλακή; Χασίς πουλάω; Εκλεψα; Δεν μου αρέσει να είμαι παράνομος». «Επτά χρόνια δεν έχω δει την οικογένειά μου. Πουθενά δεν μπορώ να πάω. Το Αλλοδαπών δίνει ροζ κάρτα, όχι άδεια παραμονής. Τόσα χρόνια εδώ, γιατί δεν μας κάνουν νόμιμους;». «Κι εγώ που έχω χαρτιά; Εγινε ένα λάθος, μου είπαν “έλα σε τρεις μήνες”, έχουν περάσει έξι. Περιμένω να παντρευτώ». «Για να μου ανανεώσουν την άδεια παραμονής, ζητάνε ΙΚΑ, εκκαθαριστικό, βεβαίωση από το αφεντικό… αφού είμαι τόσο καιρό άνεργος…». «Τόσες πολυκατοικίες εδώ, ποιος τις έχτισε; Δεν είδα Ελληνες να κουβαλάνε υλικά 5 ορόφους. Τώρα που δεν έχει δουλειά, λένε “ξένος, ξένος”. Δώσε μου χαρτιά, να φύγω. Ούτε ανανέωση μου κάνουν ούτε με θέλουν εδώ. Μα… πώς θα φύγω χωρίς χαρτιά;», ένα μικρό μόνο μέρος της αγανάκτησης των μεταναστών.
Ο Φουάντ, που ακούει τόση ώρα τα παράπονα των συμπατριωτών του, έρχεται να μας αποχαιρετήσει: «Ξέρεις, η Ελλάδα μοιάζει με μια πολύ όμορφη κοπέλα που παντρεύτηκε έναν κακό άνδρα – το κράτος. Επειδή τη ζηλεύει, τη χτυπάει και χαλάει την ομορφιά της. Η Ελλάδα είναι όμορφη αλλά το κράτος δεν την προσέχει».