Του Μιχάλη Πιτένη
«Ο χαρακτήρας των λαών και όχι οι κυβερνήσεις καθορίζει τους προορισμούς τους». Η διαπίστωση αυτή είναι του Γκυστάβ Λε Μπον, από το κλασικό έργο του «Ψυχολογία των μαζών», αλλά παρότι εκφράστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα (σ. σ. το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1895) μοιάζει να είναι επίκαιρη στη σημερινή Ελλάδα. Επίκαιρη και συνάμα απαισιόδοξη καθώς ο χαρακτήρας μας δύσκολα αλλάζει και για να βελτιωθεί δεν απαιτείται απλώς χρόνος και υπομονή. Χρειάζεται πάνω απ΄ όλα να εντοπιστούν τα τρωτά σημεία και στη συνέχεια η ειλικρινής και αταλάντευτη απόφαση να αλλάξουν.
Είναι σίγουρο πως υπάρχουν πάρα πολλοί που διαφωνούν μ΄ αυτή τη διαπίστωση του Λε Μπον και ίσως να μην έχουν άδικο. Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στη χώρα μας, η ελπίδα πως μια κυβερνητική αλλαγή θα αλλάξει και τον προορισμό που φαίνεται να έχουμε πάρει δεν είναι καθόλου παράλογη. Είναι όμως και βάσιμη; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, απλή και εύκολη. Καθόλου. Και είτε μας αρέσει, είτε όχι, γι΄ αυτό ευθύνεται ο χαρακτήρας που έχουμε ως λαός.
Αν εξαιρέσουμε κάποιους λίγους, ελάχιστους ίσως, που όχι απλώς δεν τους άγγιξε η κρίση αλλά ευνοήθηκαν κιόλας απ΄ αυτή, οι περισσότεροι, οι πολλοί, υπέστημεν κάποια βλάβη. Όλοι κάτι έχουμε χάσει και σίγουρα θα χάσουμε και άλλα, που μόνον ο καθένας μπορεί να γνωρίζει πόσο σημαντικά και καθοριστικά ήταν και θα είναι για την ίδια του τη ζωή. Δεν μπορούμε όμως να συνυπάρξουμε και να συλλειτουργήσουμε όσο θα χρεώνουμε τις προσωπικές μας απώλειες γενικώς και αδιακρίτως, ξεκινώντας απ΄ αυτούς που άσκησαν εξουσία και πήραν αποφάσεις και φτάνοντας μέχρι τους διπλανούς μας, ανθρώπους με τους οποίους μέχρι χθες μοιραζόμασταν πάρα πολλά. Όσο θα το κάνουμε, τόσο περισσότερο θα ολισθαίνουμε προς ένα νέο εμφύλιο, ο οποίος μπορεί να μην έχει τα χαρακτηριστικά προηγουμένων, αλλά θα έχει και πάλι οδυνηρές συνέπειες για όλους. Ολισθαίνουμε προς ένα νέο εμφύλιο, ο οποίος, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι αποτέλεσμα του χαρακτήρα που έχουμε ως λαός, εξ αιτίας του οποίου αντί να κάνουμε ένα βήμα πίσω απ΄ την όποια ενόχληση μας και να αναζητήσουμε, όπου και όποτε χρειάζεται, έναν έντιμο συμβιβασμό, επιλέγουμε να πάμε στη σύγκρουση και «όποιον πάρει ο χάρος».
Αυτός ο χαρακτήρας είναι που δυστυχώς καθορίζει και τις πρακτικές των κατά καιρούς κυβερνήσεων μας, οι οποίες σπάνια έως ποτέ πήγαν κόντρα σ΄ αυτόν, καθώς επέλεγαν να τον χαϊδεύουν και να τον τροφοδοτούν με αποφάσεις και πράξεις που μόνο καλό δεν μας έκαναν.
Αυτό τον χαρακτήρα κανακεύουν και σήμερα τόσο αυτοί που κυβερνούν όσο και εκείνοι που μέλλεται να κυβερνήσουν. Οι πρώτοι με πράξεις που δείχνουν πως οι αλλαγές τις οποίες, υποτίθεται πως, ευαγγελίζονται είναι απλώς γράμματα κενά περιεχομένου και οι δεύτεροι με τη ρητορική τους που ηχεί μεν ευχάριστα στα αυτιά αλλά είναι απλώς όσα θέλουν να ακούσουν οι απελπισμένοι και οι καταπονημένοι, οι οποίοι αν είχαν την ευκαιρία να τα ξανακούσουν με ψυχραιμία και ηρεμία θα αντιλαμβάνονταν αμέσως πως είναι απλώς λόγια του αέρα και της εποχής.
«Οι ιδέες είναι κόρες του παρελθόντος και μητέρες του μέλλοντος», λέει σε κάποιο άλλο σημείο του ίδιου έργου ο Γκυστάβ Λε Μπον και αυτό ίσως θα πρέπει να μας τρομάζει περισσότερο. Γιατί δυστυχώς φαίνεται το μέλλον μας να το έχουμε αναθέσει στις κόρες του παρελθόντος μας.