Οι δύο μεγάλοι μυθιστοριογράφοι της Βικτωριανής εποχής ήσαν ο Thackeray και ο Dickens.
Αμφότεροι διέπρεψαν ως χιουμορίστες αισθηματικοί και κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ο Dickens εις το να απεικονίζει με χιούμορ και πάθος την «χαμηλή» ζωή της εποχής του, ο Thackeray εις το να περιγράφει με κυνισμό, σάτιρα και ειρωνεία την αριστοκρατία.
Κανένας άλλος Άγγλος νουβελίστας δεν είχε τόση ζωντάνια και τέτοια κωμική φανταστική επινόηση εις την δημιουργία των χαρακτήρων. Και η υπερβολή με την οποία τους περιγράφει, φαίνεται να τους δίδει την ικανότητα να διατηρούνται ζωηρά εις την μνήμη μας, καλλίτερα από τις πιο στενές γνωριμίες μας.
Η κατωτέρω εργασία είναι ένα απόσπασμα από το γνωστό εις όλους έργο «David Copperfield» του Dickens.
………
Ο πατέρας του μικρού David Copperfield έχει πεθάνει, και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται. Ο δεύτερος άνδρας της μισεί τον David και αποφασίζει να τον απομακρύνει κλείνοντάς τον εις ένα οικοτροφείο. Ο David δεν το γνωρίζει, καθώς είναι κλειδωμένος εις το δωμάτιό του. Όμως η πιστή του, καλή υπηρέτρια Clara Pegoty έρχεται εις την κλειδαρότρυπα του δωματίου του δια να του πει τι έχει αποφασισθεί, και του εύχεται καλό ταξίδι.
«Δικέ μου!» είπε η Pegoty με απεριόριστη ευσπλαχνία.
«Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να με ξεχάσεις, διότι ούτε εγώ ποτέ θα σε ξεχάσω. Και θα προσέχω τόσο πολύ την μητέρα σου, όσο πάντοτε επρόσεχα εσένα. Και δεν θα την εγκαταλείψω. Η ημέρα μπορεί να έρθει, όταν αυτή ευχάριστα θα βάλει το πτωχό κεφάλι της εις τα χέρια της αυστηρής Pegoty ξανά. Και θα σου γράψω γλυκέ μου, αν και δεν ξεύρω γράμματα. Και θα – θα». Η Pegoty έσκυψε να φιλήσει την κλειδαρότρυπα, καθώς δεν μπορούσε να φιλήσει εμένα.
«Σ’ ευχαριστώ, αγαπητή Pegoty!» είπα. «Σ’ ευχαριστώ. Θα φιλήσεις την μητέρα μου, Pegoty; Και παρακαλώ να της πεις ότι της στέλνω την αγάπη μου. Θα το κάνεις, παρακαλώ, Pegoty;». Η ευγενική ψυχή υποσχέθηκε, και αμφότεροι φιλήσαμε την κλειδαρότρυπα με την μεγαλύτερη στοργή. Την χάϊδεψα με το χέρι μου, όπως θυμάμαι, ωσάν να ήταν το τίμιο πρόσωπό της, και χωριστήκαμε…
Το πρωί, το αμάξι ήταν μπροστά στην πόρτα. Η βαλίτσα μου έτοιμη επάνω, και ο αμαξάς καθισμένος με περίμενε…
Δεν είχαμε πάει ούτε πεντακόσια μέτρα και το μαντήλι μου είχε μουσκέψει.., όταν ο αμαξάς σταμάτησε για λίγο. Ρίχνοντας μία ματιά να δω γιατί, είδα με έκπληξη την Pegoty να ορμά από ένα φράκτη και να σκαρφαλώνει στο αμάξι. Με άρπαξε με τα δυο της χέρια, και με έσφιξε στο στήθος της τόσο δυνατά που με πόνεσε η μύτη μου άσχημα. Ούτε μία λέξη δεν είπε η Pegoty.
Μόνο ελευθερώνοντας ένα χέρι της, το έβαλε βαθιά στην τσέπη της μέχρι τον αγκώνα, και έβγαλε μερικές χαρτοσακούλες με γλυκά.
Τα έμπηξε στις τσέπες μου, με ένα πορτοφόλι που έβγαλε από την τσέπη της, αλλά ούτε μία λέξη δεν είπε. Μετά από ένα άλλο και τελικό σφίξιμο με τα δυο της χέρια, κατέβηκε από το αμάξι και έφυγε, όπως πιστεύω, με κανένα κουμπί μπροστά, επάνω στη ρόμπα της.
Σήκωσα ένα από τα πολλά που κυλούσαν, και το φύλαξα σαν θησαυρό για πολύ καιρό.
Ο αμαξάς με κύτταξε, σαν να ήθελε να μάθει αν αυτή θα ερχόταν πίσω. Εκούνησα το κεφάλι μου και είπα ότι δεν ενόμιζα. Τότε, πάμε είπε ο αμαξάς στο αργό του άλογο.
Καθώς έκλαψα όσο μπορούσα, άρχισα να σκέπτομαι ότι δεν χρειαζόταν να κλάψω περισσότερο, αφού κανείς από τα βιβλία που διάβασα δεν έκλαψε τόσο πολύ, δοκιμαζόμενος … από τις περιστάσεις.
Ο αμαξάς βλέποντάς με εις αυτή την απόφαση, μου ζήτησε να απλώσει το μαντήλι μου εις την πλάτη του αλόγου για να στεγνώσει. Του το έδωσα σκεπτόμενος ότι ήταν πολύ μικρό κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Είχα τώρα χρόνο να εξετάσω το πορτοφόλι μου. Ήταν ένα σκληρό δερμάτινο πορτοφόλι με ένα άνοιγμα, και είχε μέσα κάτι κέρματα. Αλλά το πιο πολύτιμο περιεχόμενό του ήταν δύο μισές κορώνες διπλωμένες μαζί σε ένα κομμάτι χαρτιού εις το οποίο ήταν γραμμένο με τα χέρια της μητέρας μου, «Για τον David, με την αγάπη μου».
Τόσο πολύ συγκινήθηκα με αυτό, που ζήτησα από τον αμαξά να μου δώσει πάλι το μαντήλι. Αλλά μου είπε ότι θα ήταν καλλίτερα να κάνω χωρίς αυτό, και είχε δίκιο. Έτσι σκούπισα τα μάτια μου με το μανίκι μου και σταμάτησα.
Αφού τρανταχθήκαμε γερά για πολλή ώρα, ερώτησα τον αμαξά αν θα κάναμε μαζί όλη την διαδρομή. «Ποια διαδρομή;», ρώτησε ο αμαξάς. «Κοντά στο Λονδίνο» του είπα.
«Όχι, θα σε στείλω με άλλο αμάξι εκεί» είπε.
Καθώς ο αμαξάς δεν φαινόταν και πολύ ομιλητικός, του προσέφερα ένα κομμάτι κέϊκ, για να δείξω την συμπάθειά μου.
Ο Barkis το έφαγε με μια μπουκιά, ακριβώς σαν ελέφαντας…
«Αυτή τα έφτιαξε αυτά;» είπε ο κύριος Barkis σκύβοντας προς τα εμπρός.
«Την Pegoty εννοείτε, κύριε;» «Ναι» είπε ο κ. Barkis, «αυτήν».
«Αυτή κάνει όλα μας τα φαγητά και όλα μας τα γλυκά»
«Αλήθεια, αυτή τα φτιάχνει;»
Έκανε το στόμα του, σαν να ήθελε να σφυρίξει. Αλλά δεν εσφύριξε. Μόνο, καθόταν κυττάζοντας τα αυτιά του αλόγου, σαν να έβλεπε κάτι παράξενο εκεί.
«Καθόλου γκόμενους, πιστεύω;»
«Γλυκά είπατε κύριε Barkis; Διότι δεν κατάλαβα καλά»
«Ερωτευμένους» είπε ο κ. Barkis. «Εραστές, κανείς δεν βγαίνει έξω μαζί της;»
«Με την Pegoty;» «Ναι, αυτήν». «Ε, όχι. Ποτέ δεν είχε εραστή»
«Ώστε αυτή κάνει όλες τις μηλόπιτες και όλα τα φαγητά;»
Έκανε πάλι να σφυρίξει, αλλά δεν σφύριξε. Μόνο με ρώτησε: «Μήπως θα της γράψεις;» «Και βέβαια θα της γράψω» είπα.
«Τότε, θα θυμηθείς να της πεις ότι ο Βάρκις θέλει;»
«Ο Barkis θέλει», επανέλαβα αθώα. «Αυτό είναι όλο το μήνυμα;». «Ναι, ο Βάρκις θέλει».
«Ναι, αλλά αύριο θα είσαι πάλι πίσω, και γιατί δεν θα μπορούσες να δώσεις το μήνυμα ο ίδιος, πολύ καλλίτερα», διστακτικά απήντησα. Επειδή όμως απέρριψε την υπόδειξή μου, ανέλαβα αμέσως να μεταφέρω το μήνυμα.
Έτσι, μόλις έφθασα στον προορισμό μου έγραψα τα εξής:
«Αγαπητοί Pegoty, έφθασα ασφαλής. Ο Barkis θέλει. Την αγάπη μου στη μητέρα. Με πολλή αγάπη, David Υ.Γ. Λέγει ότι ιδιαίτερα επιθυμεί να γνωρίζεις ότι σε θέλει.
Εξη μήνες αργότερα, αφού έζησα ένα πραγματικό μαρτύριο ώσπου να φθάσουν οι διακοπές, ήρθε επί τέλους η ημέρα, η ώρα που βρέθηκα πάλι στο σπίτι μας, που τόσο επερίμενα να ξαναδώ.
Όταν έφθασα, ανακουφίσθηκα που βρήκα μόνες την μητέρα μου και την Pegoty να με περιμένουν.
Καθήσαμε και φάγαμε κοντά στη φωτιά. Ενώ τρώγαμε, σκεύθηκα ότι θα ήταν μία καλή ευκαιρία να μιλήσω για τον Barkis στην Pegoty. Η οποία πριν τελειώσω ό,τι είχα να πω, άρχισε να γελά και να σκεπάζει το πρόσωπό της με την ποδιά της.
«Pegoty», είπε η μητέρα μου. «Τι συμβαίνει;» Αλλά η Pegoty γελούσε όλο και περισσότερο, και κρατούσε την ποδιά της σφικτά επάνω στο πρόσωπό της.
«Τι κάνεις εκεί ανόητο πλάσμα;» είπε η μητέρα μου γελώντας.
«Κατάρα του», είπε η Pegoty. Θέλει να με πανδρευτεί».
«Θα ήταν πολύ καλός σύζυγος, δεν θα ήταν;» είπε η μητέρα μου».
«Δεν ξεύρω», είπε η Pegoty. «Μη με ρωτάς. Δεν θα τον ήθελα κι αν ακόμα ήταν καμωμένος από χρυσό»
«Τότε γιατί δεν του το λες, ανόητο πράγμα;» είπε η μητέρα μου.
«Να του το πώ;» αποκρίθηκε η Pegoty, κυττάζοντας έξω από την ποδιά της. «Ποτέ δεν μου είπε μία λέξη. Το ξεύρει καλά. Αν είχε τόσο θάρρος να μου πει μία λέξη θα τον χαστούκιζα στο πρόσωπο.
Το δικό της ήταν τόσο κόκκινο, που ποτέ δεν το είχα δει άλλη φορά. Μόνο το σκέπασε πάλι για λίγα λεπτά, ώσπου την έπιασε ένα απότομο γέλοιο. Και έπειτα από δύο ή τρία τέτοια ξεσπάσματα, αυτή συνέχισε το φαγητό της.
Αυτό όμως που δεν μου άρεσε καθόλου ήταν, ότι η μητέρα μου εφαίνετο, σαν να είχε χάσει κάποιο βάρος, και ότι έμοιαζε ταλαιπωρημένη και σχεδόν άρρωστη.
Έδειχνε σαν να μην τα πήγαινε καλά με τον άνδρα της. Και αφού έκανε για πολύ καιρό υπομονή, τελικά καταβλήθηκε αρκετά, και μία ημέρα ξαφνικά πέθανε.
Η Pegoty, με πήρε και πήγαμε να μείνουμε με τον αδελφό της στο χωριό.
Το πρώτο βράδυ, μετά την άφιξή μας, ο κ. Barkis, επρόβαλε με έναν εξαιρετικά δειλό και αδέξιο τρόπο και με μερικά πορτοκάλια δεμένα σε ένα μεγάλο μαντήλι. Καθώς δεν έκανε λόγο γι’ αυτά, νομίσαμε ότι μάλλον τα ξέχασε φεύγοντας. Αλλά, όταν έτρεξα να του τα δώσω, μου είπε ότι προορίζοντο για την Pegoty.
Μετά από αυτό, επρόβαλλε κάθε βράδυ, την ίδια σχεδόν ώρα και πάντοτε με ένα δεματάκι, για το οποίο ποτέ δεν έκαμνε λόγο, αλλά το άφινε κανονικά πίσω από την πόρτα και έφευγε. Αυτές οι προσφορές, αγάπης εγίνοντο με τον πιο περίεργο και διαφορετικό τρόπο.
Μεταξύ αυτών θυμάμαι: Δύο αρμαθιές από ποδαράκια χοιρινά. Ένα μαξιλαράκι για καρφίτσες. Ένα καλάθι με μήλα. Ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Μερικά Ισπανικά κρεμμύδια. Ένα καναρίνι στο κλουβί. Ένα αλατισμένο μπούτι χοιρινό.
Η ερωτοτροπία του κ. Barkis, όπως μπορώ να θυμάμαι, ήταν ενός πολύ ιδιόρρυθμου είδους: Σπανίως έλεγε, κάτι, αλλά καθόταν κοντά στη φωτιά, πάντα στην ίδια στάση και με τα μάτια του στραμένα συχνά στην Pegoty που καθόταν απέναντι.
Ακόμη και όταν έπαιρνε την Pegoty έξω για ένα περίπατο μαζί μου, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου σκυμένος όπως ήταν στο αμάξι, κρατώντας το χαλινάρι. Μόνο η χαρά του ήταν να γυρίζει το κεφάλι του πότε – πότε και να την ρωτά αν αισθανόταν άνετα. Και θυμάμαι ότι μερικές φορές, όταν αυτός έφευγε, η Pegoty έρριχνε την ποδιά της επάνω στο πρόσωπό της και γελούσε για μισή ώρα.
Όταν η περίοδος των διακοπών μου ετελείωσε, μου έκαναν γνωστό ότι η Pegoty και ο κύριος Barkis θα πήγαιναν για μιας ημέρας εκδρομή μαζί και ότι εγώ έπρεπε να τους συνοδεύσω.
Μία Κυριακή, σηκωθήκαμε ενωρίς το πρωί, και ενώ ακόμη παίρναμε το πρωϊνό μας, ο κ. Barkis επρόβαλε από απόσταση να οδηγεί το αμάξι του προς την πόρτα μας.
Η Pegoty, όπως συνήθως, φόρεσε το καθαρό, σεμνό της μαύρο φόρεμα. Ενώ ο κ. Barkis φάνταζε μέσα εις ένα καινούργιο μπλέ κοστούμι.
Μακριά τραβήξαμε για την ημερήσια εκδρομή μας, και το πρώτο που κάναμε ήταν να σταματήσουμε σε μία εκκλησία. Όπου ο κύριος Barkis έδεσε το άλογο σε κάτι κάγκελα και μπήκε στην εκκλησία με την Pegoty αφίνοντάς με μόνο εις το αμάξι.
Ο κύριος Barkis και η Pegoty έμειναν πολλή ώρα στην εκκλησία, και όταν βγήκαν, τραβήξαμε για την εξοχή.
Καθώς προχωρούσαμε ο κ. Barkis, γύρισε προς εμένα και είπε με ένα κλείσιμο του ματιού του.
«Τι όνομα θα έχει από σήμερα η Pegoty;»
«Clara Pegoty, όπως πάντα» απήντησα αθώα. «Όχι» είπε με ένα δεύτερο κλείσιμο του ματιού του. «Clara Pegoty Barkis» και ξέσπασε σε ένα γέλοιο που… τράνταξε το αμάξι.
Μετάφραση – Επιμέλεια:
Χρυσάνθη Νικολαΐδου – Θραψανιωτάκη
Καθηγήτρια – Φιλόλογος