Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αλλάζουν τις συνήθειες ύπνου τους μπορεί να δώσει πληροφορίες για χρόνια και οξεία προβλήματα υγείας, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο που δημοσιεύεται στο npj Digital Medicine.
Στην έρευνα μελετήθηκαν δεδομένα για 33.000 άτομα και πέντε εκατομμύρια νύχτες ύπνου τους. Με βάση τις αναλύσεις, οι ερευνητές εντόπισαν πέντε κύριους τύπους ύπνου (φαινότυπους). Ο πρώτος φαινότυπος είναι ο φυσιολογικός ύπνος, όπου οι άνθρωποι κοιμούνται περίπου οκτώ ώρες συνεχώς για τουλάχιστον έξι συνεχόμενες ημέρες και ο δεύτερος φαινότυπος ο τμηματικός ύπνος, όπου οι άνθρωποι κοιμούνται συνεχώς περίπου τις μισές νύχτες, αλλά κοιμούνται μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα τις υπόλοιπες μισές.
Στον τρίτο φαινότυπο οι άνθρωποι κοιμούνται ως επί το πλείστον συνεχώς, αλλά παρουσιάζουν διακοπτόμενο ύπνο περίπου μία νύχτα κάθε εβδομάδα, στον τέταρτο φαινότυπο οι άνθρωποι κοιμούνται ως επί το πλείστον συνεχώς, αλλά βιώνουν σπάνιες νύχτες κατά τις οποίες μεγάλες περίοδοι ύπνου χωρίζονται από μία αφύπνιση στη μέση του ύπνου. Τέλος, στον πέμπτο φαινότυπο που αντιπροσωπεύει εξαιρετικά διαταραγμένο ύπνο, οι άνθρωποι κοιμούνται μόνο για πολύ σύντομες περιόδους κάθε βράδυ.
Όπως διαπιστώθηκε, ο τρόπος και η συχνότητα εναλλαγής μεταξύ φαινότυπων ύπνου σε ένα άτομο μπορεί να προσφέρει από δύο έως δέκα φορές περισσότερες πληροφορίες σχετικά με καταστάσεις υγείας, μεταξύ των οποίων ο διαβήτης, η υπνική άπνοια και η Covid-19, σε σχέση με τις πληροφορίες που λαμβάνουμε από τον μέσο φαινότυπο ύπνου ενός ατόμου.
Αυτό που βοήθησε τους ερευνητές να διακρίνουν τις χρόνιες παθήσεις δεν ήταν ο μέσος φαινότυπος που οι συμμετέχοντες υιοθετούσαν, αλλά το πόσο συχνά άλλαζαν αυτά τα μοτίβα ύπνου. Ακόμη και αν κάποιος άλλαζε φαινότυπο σπάνια, αυτό μπορούσε να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την υγεία του.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η παρακολούθηση των αλλαγών στον ύπνο μακροπρόθεσμα σε πληθυσμιακή κλίμακα μπορεί να δώσει νέες γνώσεις σχετικές με τη δημόσια υγεία.