Κάθε Δημοκρατία έχει τους δικούς της γραπτούς και άγραφους κανόνες. Κι ενώ οι γραπτοί, όπως το εκλογικό σύστημα, η νομοθεσία που αφορά στην πολιτική χρηματοδότηση ή τα ΜΜΕ και τις δημοσκοπήσεις έχει αφετηρία και λήξη, οι άγραφοι αλλάζουν από εποχή σε εποχή, πολλές φορές χωρίς αυτό να γίνεται αμέσως αντιληπτό από τους πρωταγωνιστές ή τους αναλυτές.
Στον πολιτικό ανταγωνισμό των τελευταίων ετών στη χώρα μας έχει μπει για τα καλά η βία και η συζήτηση για αυτή. Η ανάλυση των γενεσιουργών αιτίων του φαινομένου δεν απασχολεί αυτό το άρθρο, αλλά μόνο το πως η βία χρησιμοποιήθηκε πολιτικά από κάποιες πολιτικές δυνάμεις.
Τον Δεκέμβριο του 2008 η Κυβέρνηση Καραμανλή κλήθηκε να αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες καταστάσεις και δέχθηκε ισχυρή κριτική από τα δεξιά της για τους χειρισμούς της. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους της εκτόξευσης του ΛΑΟΣ στις ευρωεκλογές που ακολούθησαν, όταν έφτασε το 7,15%, ενώ στις βουλευτικές εκλογές ξαναμπήκε άνετα στη Βουλή. Δεν ευτύχησε όμως να μακροημερεύσει το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη, καθώς μετά τη συμμετοχή στην Κυβέρνηση Παπαδήμου, βρέθηκε εκτός Βουλής και παραμένει μέχρι σήμερα. Ένα πιο ακραίο κόμμα πήρε τη θέση του στη Βουλή, η Χρυσή Αυγή.
Το ΠΑΣΟΚ επίσης, επωφελήθηκε μεταξύ άλλων από την εικόνα διάλυσης του κράτους εκείνης της περιόδου. Βρέθηκε στην πρώτη θέση των ευρωεκλογών τον Ιούνιο μετά από σχεδόν μια δεκαετία και τον Οκτώβρη κέρδισε με δέκα μονάδες διαφορά, κάτι που είχε να συμβεί από το 1981. Ο Γιώργος Παπανδρέου ως νέος Πρωθυπουργός εμπιστεύτηκε το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης που μετονομάστηκε σε Προστασίας του Πολίτη, στον “σκληρό” Μιχάλη Χρυσοχοϊδη.
Τα φαινόμενα επιθέσεων με γκαζάκια πολλαπλασιάστηκαν, ενώ ο ίδιος ο Υπουργός έγινε αποδέκτης βόμβας στο Υπουργείο, η οποία σκότωσε τον υπασπιστή του. Μετά την υπογραφή του Μνημονίου, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε μια πρωτόγνωρη για την ιστορία του φάση. Το Κίνημα των Αγανακτισμένων έκανε την εμφάνισή του και στις τάξεις του βρέθηκαν πολλοί που μέχρι τότε ήταν υποστηρικτές του. Επίσης, καθιερώθηκε η πρακτική των αντισυγκεντρώσεων, όπου ήταν προγραμματισμένο να μιλήσουν κορυφαία στελέχη του Κινήματος.
Αυτά τα φαινόμενα απομόνωσαν το ΠΑΣΟΚ από μεγάλο μέρος της βάσης του. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επί δεκαετίες είχαν συνεργαστεί με αυτά του ΠΑΣΟΚ σε τοπικές και συνδικαλιστικές εκλογές πρωταγωνίστησαν στις αντισυγκεντρώσεις, όπως και στις πλατείες των αγανακτισμένων. Σταδιακά πέτυχαν την αφαίμαξη του Κινήματος και πήραν τη δική του θέση στο δικομματισμό.
Το αποκορύφωμα των βίαιων συμβάντων ήταν οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου του 2011, όταν από το μένος των αγανακτισμένων δεν γλίτωσε ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Από τις πλατείες επωφελήθηκαν η Χρυσή Αυγή που αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και οι δύο σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Από το 2012 και μετά αυτά τα 3 κόμματα λεηλάτησαν την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ αλλά και μεγάλο μέρος της βάσης της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το καλοκαίρι του 2015 στήριξαν το ΟΧΙ, το οποίο στηρίχθηκε από 70% των εκλογέων. Ίσως αυτό το αποτέλεσμα να ήταν και η κορύφωση αυτής της περιόδου, μιας περιόδου όξυνσης και βίαιων συγκρούσεων.
Έκτοτε, η πολιτική βία άλλαξε χαρακτηριστικά, μπορεί οι μαζικές διαμαρτυρίες, οι αντισυγκεντρώσεις, οι κρεμάλες και οι απειλές να χάθηκαν από το προσκήνιο, αλλά ταυτόχρονα είχαμε παγίωση του αβάτου των Εξαρχείων, την εμφάνιση του Ρουβίκωνα και προκλήσεις βουλευτών της Χρυσής Αυγής εντός του Κοινοβουλίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε με αμηχανία τις μαζικότατες συγκεντρώσεις για το Σκοπιανό, χρεώνοντάς τις στην Άκρα Δεξιά, ενώ τους τελευταίους μήνες στελέχη του κυβερνώντος κόμματος άρχισαν να δέχονται προπηλακισμούς, όπως συνέβη σε εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς. Ο Πρωθυπουργός βιάστηκε να κατηγορήσει τη Νέα Δημοκρατία, για την επίθεση στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης σε πρόσφατη εκδήλωση και είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση με τη στάση της συνεχίζει να διαχωρίζει τη βία σε κακή και καλή, ή έστω ανεκτή αν σκεφτεί κανείς τον Ρουβίκωνα.
Η πολιτική βία φαίνεται να ξαναλλάζει χαρακτηριστικά και σίγουρα έχει θέση σε μια συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία και την ανάπτυξη, αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι η Αθήνα είναι από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως.
Είναι βέβαιο ότι η Ελληνική Αστυνομία χρειάζεται την πολιτική εντολή, τη στελέχωση και την εκπαίδευση για να προστατεύει κάθε διαδήλωση ή εκδήλωση και να εξασφαλίζει την τάξη και την ασφάλεια. Δεν αρκεί όμως αυτό. Στο βρετανικό κοινοβούλιο δεν επιτρέπεται ένας ομιλητής να κατηγορήσει συνάδελφο του ότι λέει ψέματα, στη Βουλή των Ελλήνων ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ένας άγραφος κανόνας να μη γίνεται δικαιολόγηση ή διαχωρισμός της βίας για εκλογική χρήση. Όσοι το έκαναν μέχρι σήμερα το πλήρωσαν, το πλήρωσε και η χώρα.
* Ο κ. Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής & Επικοινωνίας και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας.
Μπορείτε να τον ακολουθήσετε στο twitter: @dpapangel