H πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο, επέφερε στην ανθρωπότητα, αλλά και σε όλη την κτίση πολλά δεινά. Η εγωιστική αυτονόμηση της ανθρώπινης ύπαρξης αντί να παραμείνει ενωμένη με τον δημιουργό της ζωής και της κτίσεως, αντί ελεύθερα να προοδεύει και να καθίσταται φωτεινότερη και εναργέστερη οδεύοντας ασταμάτητα προς την θέωση της, προς τον αγιασμό της, προς το αεί Είναι Της, αυτή επέλεξε να προσχωρήσει στην πρόταση του κακού, στην γεύση του θανάτου και της ψεύτικης ζωής. Αυτή την καταστροφική πορεία και τη συνεχή θανατική αλλοίωση, την παραμόρφωση του κατ’ εικόνα, η Εκκλησία την ονόμασε αστοχία, την ονόμασε αμαρτία. Την ονόμασε έτσι, γιατί ο πτωτικός κόσμος εξέκλεινε της πορείας του.
Ο ελεύθερος κτιστός άνθρωπος δεν αποδέχθηκε την χάρη του παραδείσου, την Θεϊκή συμπόρευση, δεν εκκεντρίστηκε στον αρχικό του στόχο, με συνέπεια να αιωρείται χωρίς σκοπό, χωρίς υπαρκτικό νόημα ζωής, με λίγα λόγια, εξέπεσε και έγινε φθαρτός κόσμος, έγινε κοσμικός, εκκοσμικεύτηκε . Αδυνατεί πλέον ο ίδιοςνα φέρει ευχαριστιακά όλη την δημιουργία εις το «Πρότερον»,[1] να ατενίσει ξανά «το φέγγος της αληθείας, να δει την λαμπρότητα Θεού»,[2]να ξαναζήσει την Βασιλεία Του.
Τώρα η εκκοσμίκευσηδρα εξαιτίας του, εντός της Εκκλησίας, με μόνο αίτιο αυτόν. Το πρόσωπο της εκκοσμίκευσης που απέκτησε, φανερώνει να έχει λόγο για όλα αυτά που εγωιστικά και ατομικιστικά νομίζει ότι είναι σωστά, με αποτέλεσμα να βοηθά στηνπαραμόρφωσητου σώματος τηςΕκκλησίας,π.χ. σε θέματα πολιτιστικά, εθνικά, πολιτικά, κοινωνικο-κοσμικά κ.ά., στην ουσία, κατορθώνει να «θολώνει» την αυτοσυνειδησία της, την αποπροσανατολίζει και μετατοπίζει το κέντρο Της από το Χριστό στον άνθρωπο, στα φθαρτά, στα γήινα.Συντάσσεται με τα στοιχεία του κόσμου τούτου και εξακτινώνει ένα μεταλλαγμένο και νοθευμένο σωτηριολογικό μήνυμα στο κόσμο, αδυνατώντας να μεταδώσει την καθολικότητα της Σταυροαναστάσιμης χαράς σε όλη την Οικουμένη.
Δημιουργεί συνεπώς ο άνθρωπος μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία, η οποία διακατέχεται και περιβάλλεταιαπόδιάφορες μορφές και ψευτοκαλύμματα καθαρότητας, μοναδικότητας, αποκλειστικότητας, που καθημερινά της παρουσιάζει σε κάθε έκφανση της ζωής.
Ας μην στρουθοκαμηλίζουμε και το παραβλέπουμε όλοι εμείς, τα πιστά μέλη της Εκκλησίας, διότιαυτή είναι η βασικότερη αιτία της ανθρώπινης αστοχίας προς τη θέωση, προς τον αγιασμό, του κάθε ανθρώπινου προσώπου. Είναι το ύπουλο δηλητήριο, είναι μια συνεχής πληγή στο Σώμα του Χριστού που εισχωρεί σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς να το αντιλαμβάνεται.
Τόσο βαθιά προχώρησε η εκκοσμίκευση ώστε έφθασεμέχρι το μεδούλι μας και μας τρέφει συνεχώς με ψεύτικα γλυκάδια, με δήθεν αγώνες και(λογικές) διαμαρτυρίες και δικαιώσεις, που μόνο ένα στόχο έχουν, τον στόχο να μας φουσκώνουν τον εγωισμό και την φιλαυτία μας, να μας συνεπαίρνουν σε ύψη που ξεπερνούν τον πύργο της άλαλης Βαβέλ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, αντί η αληθινή πίστη και το βίωμα που κατέχουμε από τον Τριαδικό Θεό, τους Αγίους και τους Πατέρες μας, να γίνεται πηγή Φωτός και Ζωής, ώστε να το μεταδώσουμε στον κόσμο για να μεταμορφωθεί και να αγιασθεί, εμείς αντιθέτως το κάνουμεθρησκεία,το κάνουμε νόμο, το κάνουμε «θρησκευτικό καθήκον», όλα ταθρησκειοποιούμε, και το χειρότερο…τα ταυτίζουμε με τους πάσης φύσεωςλεγόμενους αγώνες.
Συνεπώς, όλες αυτές οι ψευτοζηλωτικές κενές ενέργειες και τα τείχη που υψώνουμε, των φυλετικών και εθνικιστικών φραγμών, τα τείχη των κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού, κ.ά. έχουν μόνο ένα στόχο, το στόχο να βυθίζουν το κάθε μέλος της Εκκλησίας στην απόκρυψη του πραγματικού Καινού μηνύματος της Αναστάσεως του Χριστού και της νίκης του θανάτου. Έτσι συνεχώς ο άνθρωπος εκκοσμικεύεται, συνεχώςχάνει την οντολογική του ζωή, αδυνατεί να βρει την αληθινή Του ύπαρξή, γιατί είναι απόλυτα σίγουρος ότι κατέχει την αληθινή οδό, πιστεύει στανικά ότι είναι στη σωστή πορεία και ότι πράττει το αγαθό και όλοι οι άλλοι είναι αποστάτες και ριψάσπιδες.
Αν λοιπόν η ίδια Εκκλησία συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, μαζί με τους λειτουργούς της, τότεπαύει να είναι Εκκλησία, παύει να είναι το αλάτι της γης, αυτομάτωςγίνεται γήινη, χάνει τον χαρακτήρα της, χάνει το όραμά της, χάνει την ταυτότητά της. Δεν μπορεί να αντισταθεί καθόλου, δεν έχει Αληθινό Λόγο Ζωής και καταπατείται εύκολα από τον καθένα,απορροφάται από τον κόσμο και γίνεται μέρος της. Γίνεται το παιδί για όλα τα θελήματα των κοσμικών και κενών ιδανικών. Καταντά να μετέχει μόνο, σε δεξιώσεις, πρωτόκολλα και παρελάσεις. Εγκλωβίζεται στη λογική, όχι του τι θέλει ο Θεός, αλλά του τι θέλει ο κόσμος και ο κοσμοκράτοράς του. Αυτό είναι ένας καθαρός εγκλωβισμός στη φθορά και στο θάνατο, αυτό είναι οσμή θανάτου.
Πάντα όμως βρίσκονται επιτήδειοι. Είναι αυτοί οι οποίοι μας παρουσιάζονται είτε με το πρόσωπο του προοδευτικού, είτε με το πρόσωπο του συντηρητικού.
Ο «προοδευτικός» αποδεχόμενος υποσυνείδητα τον κόσμο ως μέγεθος ανώτερο από την Εκκλησία, παρεμβαίνει στον κόσμο με κίνητρο να επιτύχει την από μέρους του κόσμου κατάφαση της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι αποζητά να σώσει την Εκκλησία διά μέσου του κόσμου και όχι να σώσει, σύμφωνα με την πίστη μας, τον κόσμο διά μέσου της Εκκλησίας.
Ο «συντηρητικός» αποδεχόμενος κι αυτός ενδόμυχα και προφανώς ανομολόγητα την ισχύ του κόσμου ως ανώτερη από της Εκκλησίας, παρεμβαίνει στον κόσμο με κίνητρο την περιφρούρηση της Εκκλησίας, δηλαδή επιδιώκει να σώσει την Εκκλησία διά μέσου της δικής του παρέμβασης, λησμονώντας ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν έχει ανάγκη από προστασία και υπεράσπιση, αλλά απεναντίας εντέλλεται ότι «ου χρείανέχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες»(Ματθ. 9,12).[3]
Συνεπώς, όλοι μαζί, αρχιερείς, κληρικοί και λαϊκοί άγευστοι της ορθοδόξου πνευματικότητας μετατρέπουμε την Εκκλησία σε ανθρώπινο οργανισμό, σε ταμείο κοινωνικής πρόνοιας, σε θεραπευτικό ίδρυμα, σε παντός είδους σωματείο, σε εθνικο-πολιτικό δραστήριο γραφείο, που παρέχει συνεχώς ανακοινώσεις-συνεντεύξεις, κάνοντας δηλώσεις επί παντός επιστητού, χαμογελώντας προς πάντας, ώστε όλοι να μας συγχαίρουν και να μας επευφημούν. Λησμονώντας τον λόγο του Απ. Παύλου, «ἄρτιγὰρἀνθρώπουςπείθωἢτὸνΘεόν; ἢζητῶἀνθρώποιςἀρέσκειν; εἰγὰρἔτιἀνθρώποιςἤρεσκον, Χριστοῦδοῦλοςοὐκἂνἤμην».[4]Ένα τέτοιο πνεύμα φέρει μέσα του τον παλαιό άνθρωπο,ένα τέτοιο πνεύμα ενέχει κοσμικότητα, είναι τελείως αντιευαγγελικό.
Αλήθεια, γιατί τόσο εύκολα οχριστιανόςπέφτει με τα μούτρα στα χαρούπια της εκκοσμίκευσης και μπλοκάρεται από τους επιτήδειους; Γιατί ο χριστιανόςδεν απλώνει το χέρι του σε όλο το σύμπαν, στον απέναντι βαπτισμένο, αλλά και στο κάθε αδελφό και να του υπενθυμίσει ότι για τον αληθινά πιστό δεν υπάρχει διάκριση «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένιάρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είςεστέ εν Χριστώ Ιησού».[5]
Γιατί αρνείται να φανερώσει Παγκοσμίως την Τριαδολογική αγαπητική κοινωνία των Θείων Προσώπων, όπου εκεί δεν υπάρχουν περιθώρια για τους συνήθεις κοινωνικούς φραγμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις που κάνουν οι κοσμικοί άνθρωποι, με βάση το φύλο, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση και τη θρησκευτική πίστη του καθενός; Γιατί εύκολα ξεχνάει ότι,«γένος οὖνὑπάρχοντεςτοῦΘεοῦ;»[6]
Γιατί δεν προτάσσει την λειτουργική ζωή, την μοναχική ζωή, την Θεία Ευχαριστία, ώστε να φανερώνει καθημερινά με την στάση του, παρέχων ἐνὶἐκάστω, την εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας, η οποία δεν αντλεί την ύπαρξή της από ιστορικά μορφώματα, ιδεολογίες, φιλοσοφίες κ.ά. αλλά από την παρουσία του αναστημένου και ζωοδόχου Αρχηγού της Χριστού;
Γιατί λοιπόν εύκολαξεχνά την μόνη οντολογική ζωή που του χαρίστηκε από την δημιουργική και χαρισματική δωρεά του Αγίου Πνεύματος; Ναι, Αυτήν την Ζωή, η οποία θα τον οδηγήσει όχι μόνο αυτόν, αλλά γνωστούς και άγνωστους,και τηνκτίση όλη, προς την αφθαρσία, προς την νίκη του θανάτου;
Τις απαντήσεις, τον τρόπο και την καθοδήγηση, θα μας τις καταδείξει ένα μέρος μόνο, από την προς Διόγνητονεπιστολή του Β’ αιώνος, η οποία μας τονίζει ξεκάθαρα.
«Επειδή βλέπω, φίλτατε Διόγνητε, ότι ιδιαιτέρως ενδιαφέρεσαι να μάθεις την πίστη των Χριστιανών και επιμελώς αναζητείς να πληροφορηθείς πάντα όσα σχετίζονται μ’ αυτήν· δηλαδή πώς θρησκεύουν και πώς παραβλέπουν αυτόν εδώ τον κόσμο και πώς καταφρονούν τον θάνατο και δεν εκτιμούν ούτε τους θεούς των ειδωλολατρών ούτε τηρούν τις παραδόσεις των Ιουδαίων, παρακαλώ τον Θεό να μου δώσει σύνεση να σου τα παρουσιάσω όλα αυτά σωστά ώστε και συ να γίνεις καλύτερος.
Την ματαιοπονία και απάτη των ειδωλολατρών και την πολυπραγμοσύνη και αλαζονεία των Ιουδαίων την κατενόησες και κατάλαβες ότι σωστά απέχουν οι Χριστιανοί από αυτά. Όμως το μυστήριο της θεοσέβειας των Χριστιανών μη περιμένεις ότι θα το μάθεις από κάποιον άνθρωπο.
Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με «περίεργο» τρόπο! Δεν έχουν επινοήσει κάποιο «παράξενο» τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας και τροφής του κάθε τόπου ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους.
Ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά αλλά δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο. Διαβιούν στην γη αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους κρατικούς νόμους αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά «ζωοποιούνται». Γίνονται φτωχοί από πεποίθηση και «πλουτίζουν» τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των πάντων αλλά δίνουν σε όλους. Περιφρονούνται από τους ανθρώπους αλλά γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται αλλά δικαιώνονται. Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι αποκτούν την «ἐνΧριστῷ» ζωή. Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλόφυλους και οι ειδωλολάτρες τους διώκουν, και αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία της έχθρας τους.
Να το πω απλά: Ό,τι είναι για το σώμα η ψυχή, είναι και για τον κόσμο οι Χριστιανοί. Όπως είναι διάχυτη σ’ όλο το σώμα η ψυχή, με τον ίδιο τρόπο είναι και οι Χριστιανοί στον κόσμο. Κατοικεί στο σώμα η ψυχή αλλά δεν είναι στοιχείο του σώματος· και οι Χριστιανοί κατοικούν στον κόσμο αλλά δεν είναι του κόσμου τούτου.»[7]
[1]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ἀνδρέαςδέὁτῆς Κρήτης φανότατοςφωστήρ «ὑπερβαλλόντως, φησίν, ὁ Κύριος ἐπίτοῦὄρουςἐξήστραψεν, οὐ τότε γενόμενος ἑαυτοῦ διαυγέστερος ἤὑψηλότερος, ἄπαγε, ἀλλ’ ὅπερκαί πρότερον ἦντοῖςτελουμένοιςτῶνμαθητῶνκαίμυουμένοιςτάὑψηλότερα κατά ἀλήθειαν θεωρούμενος»,ΕἰςΜεταμόρφωσιν, PG 97, 948ΑΒ
[2]ΑγίουΓρηγορίου Παλαμά, Προς Γαβράν 20, συγγράμματα Β΄, σ. 347
[3]Ηλία Α. Βουλγαράκη, «Χριστιανισμός και κόσμος», εκδ. Αρμός, σ. 68-73,
[4]Γαλ 1,10
[5]Γαλ. 3, 28
[6]Πράξ.17,29
[7]Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Πρέβεζα 2009