Η έκφραση του πένθους δεν εκδηλώνεται με μια πανομοιότυπη μορφή σε κάθε πρόσωπο, δεν ακολουθεί έναν σταθερό ρυθμό, ούτε ορίζεται από εξωτερικά χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα, ωστόσο, διατηρείται μια βαθιά ριζωμένη προσδοκία: η πένθιμη λύπη οφείλει να είναι εμφανής. Η σιωπή ταυτίζεται με τη σοβαρότητα, το δάκρυ θεωρείται επιβεβαίωση, ενόσω τα μαύρα ρούχα και η αποφυγή του γέλιου λειτουργούν ως αναγνωρίσιμα σημάδια οδύνης. Όταν αυτά απουσιάζουν, η θλίψη συχνά αμφισβητείται.
Η φωτογραφία των ηθοποιών του «Παρά Πέντε», λίγο μετά την κηδεία του Γεράσιμου Μιχελή, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στην ψηφιακή σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κοινοποιήθηκε και σχολιάστηκε με οξύτητα, συχνά συνοδευόμενη από χαρακτηρισμούς όπως «υποκριτές», «ασέβεια», «απρέπεια». Η κριτική δεν στράφηκε σε κάποια δημόσια δήλωση, αλλά σε μια εικόνα με χαμόγελα, αποτυπώνοντας μια στιγμή εγγύτητας, πιθανώς ένα ξέσπασμα ανακούφισης μετά τη συναισθηματική πίεση της απώλειας. Για πολλούς, αυτή η εικόνα φαινόταν να συγκρούεται με τη σιωπηλή επισημότητα που αναμένεται σε τέτοιες περιστάσεις. Παρέβαινε έναν άρρητο κοινωνικό κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο ο θρήνος οφείλει να παραμένει αυστηρός, εσωστρεφής, ελεγειακός και καθαρμένος από κάθε ένδειξη χαράς ή ζεστασιάς. Ωστόσο, σε άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα, το πένθος δεν αποκόπτεται από τη ζωή, αλλά εκφράζει τη συνέχεια της. Η απώλεια συνοδεύεται από μουσική, αφήγηση και χρώμα, ως τρόπος τιμής και ανάμνησης.
Σε πολιτισμούς όπου η απώλεια ενσωματώνεται στη συλλογική εμπειρία, οι τελετές αποχαιρετισμού προσλαμβάνουν χαρακτήρα βιωματικό και αφηγηματικό. Στις κοινότητες των Ga στη Γκάνα, ο αποχαιρετισμός συντροφεύεται από νότες, χορό και πολυχρωμία. Οι συγγενείς φορούν έντονα χρώματα και τα φέρετρα κατασκευάζονται σε μορφές που αντιπροσωπεύουν πτυχές της ζωής του εκλιπόντος, όπως ένα ψάρι, ένα αυτοκίνητο ή ένα εργαλείο δουλειάς. Η τελετή λειτουργεί ως φόρος τιμής που εκδηλώνεται μέσα από τελετουργική μνήμη και δημιουργική αναπαράσταση της ζωής του εκλιπόντος. Αντίστοιχα, στο Μπαλί της Ινδονησίας, η τελετουργία Ngaben περιλαμβάνει θεατρικές πομπές και καύση του σώματος, μέσα σε εορταστικό κλίμα. Ο δημόσιος θρήνος αποφεύγεται, καθώς θεωρείται πως μπορεί να κρατήσει την ψυχή καθηλωμένη, εμποδίζοντας την πνευματική αποδέσμευση του νεκρού. Στις παραδόσεις αυτές, η απώλεια μετατρέπεται σε πράξη σύνδεσης με το νόημα που έφερε η ζωή του νεκρού.
Στο δοκίμιό του «Πένθος και Μελαγχολία» (1917), ο Φρόυντ αναλύει το πένθος ως μια ενδοψυχική εργασία αποδέσμευσης από το πρόσωπο που χάθηκε. Το υποκείμενο, μέσα από τις αναμνήσεις, αποσύρει σταδιακά τη συναισθηματική επένδυση που το συνέδεε με τον άλλο, προκειμένου να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία. Η διαδικασία αυτή δεν εκδηλώνεται με ενιαία έκφραση, παρά διαμορφώνεται από τη φύση της σχέσης, το πλαίσιο της απώλειας και τις φαντασιακές αναπαραστάσεις του θανάτου. Δεν απαιτεί μαρτυρία, επιβεβαίωση ή αναπαράσταση. Δεν προϋποθέτει κοινό. Το βίωμα του θρήνου λειτουργεί στο εσωτερικό του υποκειμένου, χωρίς την ανάγκη εξωτερικών ενδείξεων ή επιτελεστικών τύπων, όπως η κινηματογραφική αισθητική της λύπης ή ένα πλάνο με μαύρα γυαλιά.
Η πίεση αυτή για συμμόρφωση δεν περιορίζεται στα τελετουργικά, αλλά διαχέεται και στη δημόσια ερμηνεία της κάθε στιγμής. Η διαδικτυακή κατακραυγή για μια φωτογραφία με χαμόγελα μετά την τελετή αποχαιρετισμού δεν σχετίζεται με την απώλεια καθαυτή, αλλά με αυτό που εκλήφθηκε ως παραβίαση ενός σιωπηρού κοινωνικού συμβολαίου. Η κοινή γνώμη προβάλλει την προσδοκία το πένθος να εκφράζεται μέσα από ορισμένα αναγνωρίσιμα σχήματα. Όποια στάση παρεκκλίνει από αυτά, απομονώνεται και στιγματίζεται. Όμως η μνήμη δεν υπακούει σε επιβεβλημένες μορφές. Παραμένει εσωτερική και πολύτροπη, διαμορφωμένη από τις λεπτές αποχρώσεις της σχέσης με το πρόσωπο που λείπει.
Το χαμόγελο των ηθοποιών μπορεί να γεννήθηκε από μια ανάμνηση που ειπώθηκε λίγο πριν, μια φράση γνώριμη, ένα σχόλιο που τους θύμισε τον άνθρωπο με τον οποίο είχαν μοιραστεί στιγμές δημιουργίας και οικειότητας. Ίσως ήταν μια σιωπηρή άμυνα απέναντι στο δυσάρεστο γεγονός ή μια αθέλητη αντίδραση στο κενό που άφησε πίσω του. Ίσως ήταν ένας τρόπος τιμής, μια προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη εκείνου που τους συνέδεσε μέσα από κοινές διαδρομές, επαγγελματικές και ανθρώπινες. Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τον λόγο. Αρκεί να αναγνωρίσουμε πως το πένθος εκφράζεται με τρόπους που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του εσωτερικού κόσμου, όχι στα εξωτερικά πρότυπα που του επιβάλλονται.
Στην εποχή της αδιάλειπτης έκθεσης, ο πόνος δεν αρκεί να βιώνεται. Πρέπει και να αποδεικνύεται. Το κοινωνικό βλέμμα -ιδίως όταν διαμεσολαβείται από τον αλγόριθμο- απαιτεί από τον θρήνο να εμφανίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σαν μια κωδικοποιημένη απόσυρση που πιστοποιεί τη συμμετοχή στην κοινή απώλεια. Όποιος εκφράζεται διαφορετικά, απομακρύνεται από το πλαίσιο και στιγματίζεται.
Η κοινωνική ενοχοποίηση της θλίψης που δεν φαίνεται φανερώνει μια βαθύτερη αμηχανία απέναντι στο αθέατο και μια δυσκολία αποδοχής της πολλαπλότητας. Το πένθος δεν προσφέρεται για αναπαράσταση και η πιο ειλικρινής εκδήλωσή του μπορεί να αναδυθεί σε μια ανάμνηση που φωτίζει για λίγο το βλέμμα, σε μια σιωπή που διατηρεί την παρουσία, σε έναν εσωτερικό διάλογο που δεν μεταφράζεται σε λόγο. Εκδηλώνεται με τρόπους που παραμένουν προσωπικοί, αθόρυβοι, και ενίοτε αδιόρατοι, ακόμη και όταν όλα γύρω μαρτυρούν την απουσία.
Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.