΄Ηταν Κυριακή 6 Απριλίου 1941,όταν η Ιστορία στάθηκε ευλαβής στα Μακεδονικά Οχυρά. Οφείλουμε να υποκλιθούμε και να την ξαναθυμηθούμε. Στους χαλεπούς καιρούς μας διδάσκει, εμπνέει και δείχνει τον δρόμο των Ελλήνων. Τότε η Ελλάδα γνώριζε ότι δεν υπήρχε πλέον σωτηρία. Υπήρχε, όμως, η Τιμή. Και τότε η Ελλάδα έδωσε αταλάντευτη την μεγάλη μάχη της στα Οχυρά μόνον για την Τιμή της.
Οι ΄Ελληνες έδωσαν πρόθυμα την ζωή τους και κράτησαν την Τιμή τους. Τότε οι ΄Ελληνες ήσαν απείρως φτωχότεροι, ολιγότεροι και ασυγκρίτως πιο αδύναμοι. Επί πλέον ήσαν ολομόναχοι. Η Ευρώπη ολόκληρη είχε υποταγεί. Αλλά εκείνοι ήσαν ΄Ελληνες. Ανυπότακτοι, ενωμένοι και αποφασισμένοι. ΄Ετσι θάμπωσαν την Οικουμένη. Θάμπωσαν και τους αήττητους εχθρούς. Μετά 23 αιώνες έστησαν πάλι Θερμοπύλες. Είχε γράψει ενωρίτερα στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης:
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Και περισσότερη τιμή τους πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
Αυτό ακριβώς συνέβη στα Μακεδονικά Οχυρά. Οι υπερασπιστές τους γνώριζαν ότι στο τέλος οι Μήδοι θα διαβούνε. Και, όταν οι Μήδοι, τότε οι Γερμανοί, διάβηκαν, ο Αδόλφος Χίτλερ διεκήρυξε στο Ράϊχσταγ την 4η Μαΐου 1941:
Η ιστορική δικαιοσύνη, όμως, με υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι, από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο ΄Ελλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωϊσμόν και αυτοθυσίαν.
Τα Μακεδονικά Οχυρά είναι καθοριστικό σημείο της ελληνικής πορείας διότι είναι ο Ελληνικός Τρόπος. Εκεί, στα Οχυρά, οι ΄Ελληνες έδειξαν ακόμη μια φορά, μα θαυμαστά, τον τρόπο με τον οποίον εσαεί, αφ’ ότου υπάρχει Ιστορία στην Ευρώπη, αντιλαμβάνονται τον Κόσμον και τα Επέκεινα του Κόσμου τούτου. Είναι μοναδικός.
Συγκινούνται όσοι τον κοινωνούν. Ο υποφαινόμενος Μακεδών δημοσιογράφος έγραφε στην εφημερίδα του «Ελληνικός Βορράς» την 6η Απριλίου 1964:
Το ήξεραν πως θα πεθάνουν στα Οχυρά Εκείνοι. Το περίμεναν. Και δεν είχαν φόβο στην καρδιά, δεν είχαν θλίψη στα μάτια. Δεν είχαν φανατισμό. ΄Ηταν μονάχα το ήρεμο χαμόγελο των Τριακοσίων που είχε ανθίσει στα χείλια και τα σφράγιζε με το χρίσμα της Ιστορίας που είχε σκύψει επάνω της, είχε πάρει το χρυσό της κοντύλι και μετρούσε τα διαλεχτά παλληκάρια. Εκείνους που κίνησαν απ’ τα χωριά τους, από τα γραφεία τους, απ’ τις αυλόπορτες της γειτονιάς τους να πάνε στρατιώτες χωρίς να σκεφθούν –και χωρίς να το θέλουν ίσως- πως την ΄Ανοιξη θα γίνονταν ήρωες. Γιατί οι ήρωες σε τούτον τον σημαδεμένο τόπο δεν γίνονται. Γεννιώνται χωρίς να το ξέρουν. Και πεθαίνουν χωρίς να το μάθουν.
Και, μετά 9 χρόνια, το 1973: Απρίλης Σαρανταένα, Επιτάφιος και Ανάσταση της Ελλάδος. Είχαν σταθεί στα Οχυρά ελάχιστοι Γενναίοι και, πίσω τους, αιώνες ατελεύτητοι σαν λιτανεία βουβή. Πέσανε οι Βάρβαροι σε σιδερένια στίφη από τον Βορρά. Και έπεσαν φωτιά, αστροπελέκια, χαλασμός. Αλλά οι Γενναίοι,ορθοί εκεί. Εμάχοντο για την Τιμή. Και, έπειτα, το 1974: Τώρα που η ΄Ανοιξη θωπεύει απαλά τις κορυφές των δένδρων εκεί ψηλά στα Οχυρά, περνούν ξανά, ξανθές και ωραίες πάντοτε, οι μνήμες των Φρουρών. Είναι οι μοναχικοί που εστάθησαν ακλόνητοι στα ταμπούρια και έμειναν εκεί, νέοι και θαλεροί, με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη και την αιμάτινη πορφύρα να κυλάει από την μεγάλη τους καρδιά να τους ενώνει για πάντα με την Γη, με την ΄Ανοιξη, τους ουρανούς. ΄Εμειναν εκεί τον Απρίλη του Σαρανταένα οι τελευταίοι Φρουροί, ολομόναχοι, με μιαν λόγχη σαν αστραπή στα χέρια όταν το τελευταίον φυσίγγιον είχε σωθεί. Περάσανε 33 ακριβώς σαν σήμερα. Οι φίλοι και οι συμμαχηταί εγήρασαν, τους έκαμψεν ο Χρόνος, τους πήρε το ποτάμι της ζωής σιωπηλό και τους τραβάει αργά. Ποιός θάλεγε πως τούτοι δω οι γραφειοκράτες που παλεύουν με τα χαρτιά, με τα σημεία της στίξεως και με τις υποπαραγράφους, υψώθηκαν κάποτε σαν θεοί, με τα μαλλιά πεσμένα στο πλατύ μέτωπο, με στήθη τετράπλατα σαν κάστρα, λαφριοί σαν ζαρκάδια, άγριοι σαν λιοντάρια και είπαν στον Χάροντα: «΄Ελα να παλέψουμε στα μαρμαρένια αλώνια».
Και, ξανά, το 1975: Τριαντατέσσερα χρόνια σαν σήμερα κι οι εκκλησιές μοσχοβολάνε βάγια για τον Χριστό και τους Εσταυρωμένους του Γένους. Αδειανοί οι νάρθηκες από άνδρες, κενά τα ανδρώα κλίτη. Σπαρμένα νεκρούς τα βουνά, δω πιο πέρα, στα πρώτα λουλούδια του Απρίλη. Και τα Οχυρά άκαμπτα ακόμη, στην μοναχικήν εποποιΐα τους. Ρούπελ, Περιθώρι,Λίσε, Ποποτλίβιτσα, Νυμφαία, πυρακτωμένα φατνώματα από το φωτιά, παλληκάρια όρθια με το τουφέκι στο χέρι. Πέντε μέρες τα χτυπάει η φοβερή Στρατιά του φον Λίστ με άρματα, με κανόνια, με «στούκας» και πέντε μέρες εκείνα κρατούν. Απρίλης Σαρανταένα, Μέρα Βαγιού, Βδομάδα των Παθών- ημερομηνίες ανεξίτηλες στην μετώπη του Γένους. Ποιός τάχα τις ενθυμείται σήμερα;
Και, πάλι, το 1977: Καθόμαστε εφέτος -και πάλι-στα κράσπεδα της Ιστορίας. Στην Μνήμη. Και είναι 37 χρόνια από τότε που οι άνδρες και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι γέροντες της Ελλάδος διάβηκαν τις Πύλες του Μύθου. Απλοί και ωραίοι, καθημερινοί, εγλίστρησαν στην αιωνιότητα με τα ρούχα της δουλειάς. Διότι δεν πρόφταιναν να αλλάξουν. Ούτε χρειάζονταν. Μια φλόγα στα μάτια μονάχα, μια πυρκαγιά στα βάθρα της Λογικής επέθετε την σφραγίδα των βασανισμένων ανθρώπων του μόχθου. Και ηγέρθησαν ΄Ηρωες. ΄Ετσι ξεκίνησαν τότε οι ΄Ελληνες. Όχι εκείνοι του θρύλου, μα αυτοί εδώ. Οι γείτονές μας, τα αφεντικά μας, οι υφιστάμενοί μας, οι φίλοι μας. Γιατί τούτοι φτιάξανε το Σαράντα. Και έτσι μπορεί να ξαναγίνει. ΄Ισως. Μέσα από τα ράκη της καθημερινότητας. Γιατί ο Πόλεμος του Σαράντα ήταν υπόθεση ρομαντική. Και τώρα, στους καιρούς μας, δεν απέμεινε πια τίποτε το ρομαντικό.
Για να φτάσει στο ΄Επος του 1940-1941 και στα Μακεδονικά Οχυρά, η Ελλάδα διέτρεξε μια τραγική περίοδο 18 ετών όπου μαίνονταν ο Εθνικός Διχασμός, αλλεπάλληλες εθνικές περιπέτειες, στρατιωτικά κινήματα, πολιτειακές ανατροπές, ανθρώπινες τραγωδίες μιας απέραντης προσφυγιάς, άμεσες ξένες απειλές της εδαφική ακεραιότητός της, δολοπλοκίες των Μεγάλων Δυνάμεων, ξένοι δανειστές και τελικά η εθνική πτώχευση το 1932.
Το 1922 η Ελλάδα ηττήθηκε και η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία του Ελληνισμού. Εξερράγη στρατιωτικό κίνημα το οποίο εξόρισε τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, ενθρόνισε τον διάδοχό του Γεώργιο Β΄ και εξετέλεσε την ηγεσία των πολιτικών αντιπάλων του. Το 1923 εκδηλώνεται αντίθετο στρατιωτικό κίνημα. Καταπνίγεται, εκθρονίζεται ο Γεώργιος Β΄ και το 1924 ανακηρύσσεται η Ελληνική Δημοκρατία η οποία, όμως, αποκτά Σύνταγμα, άρτιο μάλιστα, μόλις το 1927.
Ανήλθαν τρεις Πρόεδροι της Δημοκρατίας -Παύλος Κουντουριώτης, Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Ζαΐμης- και τρεις δικτάτορες στρατηγοί με κατ’ αρχήν κοινοβουλευτικό μανδύα: Θεόδωρος Πάγκαλος 1925, Γεώργιος Κονδύλης 1926 και Ιωάννης Μεταξάς 1936. Μεσολάβησαν οκτώ τουλάχιστον στρατιωτικά κινήματα το 1922, το 1923, το 1925, το 1926 δύο, το 1933 και το 1935 δύο. Αποδεκατίσθηκε με αποτάξεις το σώμα των αξιωματικών και οι ΄Ενοπλες Δυνάμεις χωρίσθηκαν σε εχθρικά στρατόπεδα. Το 1932 η Ελλάδα κήρυξε εθνική πτώχευση.
Παρ’ όλα αυτά και μέσα σε όλα αυτά η Ελλάδα δέχθηκε 1,2 εκατομμύριο πρόσφυγες, τους αποκατέστησε εκ των ενόντων, αναδιένειμε τις γεωργικές γαίες, εξυγίανε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ελών και λιμνών, αύξησε την παραγωγή της γεωργίας, της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας, ανέπτυξε το εμπόριο και την ναυτιλία. Και, ξαφνικά μέσα στην παγκόσμια σκοτεινιά, θάμπωσε τον Κόσμο: ολομόναχη έγραψε το ΄Επος του 1940-41.
Εντωμεταξύ είχε προηγηθεί δραματική εναλλαγή του διεθνούς χώρου. Στο επόμενο.
Ν.Ι.Μέρτζος