Χωρίς αμφιβολία η διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών σταθμών από το 2025 μέχρι το 2028 είναι καθαρά πολιτική επιλογή και δεν επιβάλλεται για λόγους κόστους ή περιβαλλοντικών περιορισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα όμως είναι ότι η επιλογή αυτή είναι και πρόωρη και κοντόφθαλμη, γιατί δεν προβλέπει ένα νέο ρόλο στα λιγνιτικά κέντρα, δεν σχεδιάζει την ομαλή μετάβαση σε μια νέα κατάσταση και, χωρίς λιγνίτη, μπορεί να εκθέσει τη χώρα σε κίνδυνο σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης ή αντίξοων καιρικών συνθηκών. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει εξάρτηση από ακριβό φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα αυξημένο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ή και ανεπάρκεια του συστήματος.
Η συνεχιζόμενη διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα θα πρέπει να συμβαδίσει με την θεσμοθέτηση μετεξέλιξης των λιγνιτικών κέντρων σε «πράσινες βιομηχανικές ζώνες» με την παροχή κινήτρων. Τότε ναι, θα μπορούμε να μιλάμε για δίκαιη μετάβαση και όχι για το μιας χρήσεως «στοίχημα των 1,63 δις ευρώ».
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) αναδεικνύει την Ελλάδα σε παράδεισο του φυσικού αερίου με επικίνδυνα υψηλή συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα και αυτό από μόνο του είναι σοβαρός λόγος επανεξέτασης.
Τέλος, τα λιγνιτικά κέντρα με τις εγκαταστάσεις τους και τη γη που διαχειρίζονται έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση και στην πράσινη βιομηχανική επανάσταση και η απολιγνιτοποίηση θα έπρεπε να εξισορροπείται με αναγγελία νέων ενεργειακών επενδύσεων στις ίδιες περιοχές. Οφειλόμενο χρέος για τη συμβολή τους επί δεκαετίες στον εξηλεκτρισμό και τη βιομηχανική ανάπτυξη της Χώρας. Με το κείμενο αυτό υπογραμμίζεται ότι υπάρχει έδαφος στην κατεύθυνση αυτή, αλλά και το προηγούμενο που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες.
Εκτενής περίληψη Έκθεσης του ιδίου
Η απολιγνιτοποίηση και η ενεργειακή μετάβαση εξετάζονται στο ΕΣΕΚ χωρίς σχεδιασμό λύσεων σε δύο βασικά προβλήματα, την κάλυψη του κενού της απολιγνιτοποίησης και τις απαραίτητες υποδομές για την ενεργειακή μετάβαση. Η «δίκαιη μετάβαση» και το «στοίχημα των 1,63 δις ευρώ» δεν προσφέρουν ένα νέο παραγωγικό ρόλο στα λιγνιτικά κέντρα, ενώ η αντικατάσταση των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών σταθμών με πλήθος ποικίλων και διάσπαρτων μονάδων ΑΠΕ δεν αρκεί για την ενεργειακή μετάβαση. Απαιτούνται υποδομές δικτύων, μονάδες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας μακράς διαρκείας, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής ταχείας απόκρισης και κέντρα ηλεκτρολυτικής παραγωγής υδρογόνου. Επίσης, δεν παρουσιάζονται στο ΕΣΕΚ, μεταβατικές έστω, εφεδρικές λύσεις με λιγνιτικές μονάδες σε διαθεσιμότητα.
Τα θέματα αυτά είναι αλληλένδετα και απαιτείται συστημική αντιμετώπιση και συνολικός σχεδιασμός σύζευξης και ασφαλώς δεν μπορούν να επιλυθούν αυτόματα. Απουσιάζει η ενεργειακή στρατηγική και η έμφαση δίνεται στη λογιστική προσαρμογή στους αριθμητικούς στόχους ποσοστών της ΕΕ. Προτείνεται οι παραπάνω μονάδες υποδομής να αναπτυχθούν στα υπάρχοντα λιγνιτικά κέντρα που βαθμιαία θα εξελιχθούν σε πράσινες βιομηχανικές ζώνες.
Στην Έκθεση τεκμηριώνεται η σωτήρια υποστήριξη των λιγνιτικών σταθμών κατά την περίοδο της κρίσης φυσικού αερίου και πιο πρόσφατα στον καύσωνα του Ιουλίου 2023. Διαφοροποιείται επίσης η ενεργειακή και οικονομική απόδοση των παλιών λιγνιτικών μονάδων από την υπερσύγχρονη Πτολεμαΐδα 5. Η νέα μονάδα μπορεί να ανταγωνισθεί τους σταθμούς φυσικού αερίου για τιμές του φυσικού αερίου άνω των 35 έως 40 €/MWh και επομένως ενδείκνυται να λειτουργήσει συμπληρωματικά, δεδομένης της μεταβλητότητας τιμών φυσικού αερίου. Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη χρονικής ευελιξίας στη πορεία της απολιγνιτοποίησης για εφαρμογή τεχνολογιών υπό ανάπτυξη για την αξιοποίηση των λιγνιτικών σταθμών σε ρόλους υποστήριξης των ΑΠΕ.
Η αιτιολόγηση της απολιγνιτοποίησης στηρίζεται στο ΕΣΕΚ σε λόγους οικονομικούς λόγω της αυξητικής πορείας των δικαιωμάτων εκπομπών και περιβαλλοντικούς. Εντούτοις, οι τρέχουσες τιμές δικαιωμάτων ακολουθούν πτωτική πορεία (Εικόνα 1) και οι εκτιμήσεις ειδικών προβλέπουν σταθεροποίηση μέχρι το 2030.
Εικόνα 1. Τιμές δικαιωμάτων εκπομπών στην ΕΕ το 2023 (Trading Economics, 12 Ιανουαρίου, 2024).
Αποκαλύπτεται εξ άλλου ότι η αρχή βάσει της οποίας επιβάλλονται τα δικαιώματα εκπομπών – αυτός που μολύνει πληρώνει – καταστρατηγείται, γιατί οι μισές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη γίνονται από μια «αριστοκρατία» τριάντα βιομηχανιών στις οποίες χορηγούνται δωρεάν άδειες. Από την Εικόνα 2 φαίνεται ότι διαχρονικά οι άδειες που διατέθηκαν δωρεάν είναι συγκρίσιμες σε αξία με αυτές που πωλήθηκαν από την ΕΕ, μοιράζονται δηλαδή στη μέση οι ρυπαίνοντες, σε όσους πληρώνουν και στους «βαρόνους» που απαλλάσσονται. Καταγγέλλεται επίσης ότι οι ευνοημένες εταιρίες αποκομίζουν ενίοτε κέρδη από τις πωλήσεις αδειών που τους περισσεύουν.
Εικόνα 2. Έσοδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πωλήσεις και μη εισπραχθέντα ποσά από δωρεάν παροχές δικαιωμάτων εκπομπών. Διάγραμμα: Guardian, Πηγή: WWF.
Χωρίς δωρεάν άδειες η ΔΕΗ, αλλά και χωρίς εκσυγχρονισμό των λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, ήταν καταδικασμένη σε μαρασμό αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον εγχώριο λιγνίτη προς όφελος του ακριβού εισαγόμενου φυσικού αερίου. Αντίθετα, η RWE στη Γερμανία – ο μεγαλύτερος παραγωγός λιγνίτη που παράγει το ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας – έχει διακεκριμένη θέση στην «αριστοκρατία». Δικαιούται βέβαια και η Ελλάδα δωρεάν άδειες, αλλά μου είναι άγνωστο σε ποιες ρυπαίνουσες βιομηχανίες διατίθενται.
Δεν έγινε όμως ούτε ο εκσυγχρονισμός των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ που θα τις έκανε βιώσιμες. Η μόνη σύγχρονη μονάδα που διαθέτουμε, η Πτολεμαΐδα 5 λειτούργησε δοκιμαστικά το 2023, σε υλοποίηση απόφασης του 2013. Και πριν ακόμη λειτουργήσει επιχείρησαν να την μετατρέψουν προς όφελος και πάλι του εισαγόμενου φυσικού αερίου, με την αστεία δικαιολογία ότι ο λιγνίτης είναι βαρίδι και άλλα παρόμοια.
Θεωρείται ρυπογόνος ο λιγνίτης σε σύγκριση με το φυσικό αέριο, αλλά σε μια άνιση σύγκριση. Γίνεται με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, του αερίου που εκπνέουμε εμείς και αποβάλλουν τα φυτά. Στα δικαιώματα εκπομπών η βαρύτητα στο λιγνίτη είναι 90 έως 100% και στο δήθεν αθώο φυσικό αέριο 40%. Αυτό όμως εκπέμπει το βλαπτικότερο μεθάνιο στον κύκλο παραγωγής-μεταφοράς-καύσης. Και η καύση του δεν γίνεται μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και μέσα στα σπίτια μας, με επιπτώσεις στις οποίες δεν θα επεκταθώ γιατί ξεφεύγουν από το γνωστικό μου αντικείμενο. Η σύγκριση είναι άνιση γιατί οι εκπομπές μεθανίου μεθοδευμένα δεν συνυπολογίζονται στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.
Είναι ζήτημα χρόνου όμως να προσμετρηθεί το μεθάνιο στις εκπομπές της ηλεκτρικής παραγωγής, ίσως μέχρι το 2028 έως 2030 και τότε ο άνθρακας θα κερδίσει έδαφος. Ήδη από το 2026 θα καταλογίζονται οι εκπομπές μεθανίου στη ναυτιλία και μετά τη Σύνοδο COP28 η επιδίωξη είναι η μείωση των ορυκτών καυσίμων στο σύνολό τους και επομένως το ζητούμενο είναι η απ’ ευθείας μετάβαση σε ΑΠΕ. Η αντικατάσταση του λιγνίτη με φυσικό αέριο δεν μειώνει το ισοδύναμο διοξείδιο του άνθρακα.
Εικόνα 3. Το ενεργειακό μείγμα της Γερμανίας το 2023 (Source: Clear Energy Wire).
Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αναδεικνύει την Ελλάδα σε παράδεισο του φυσικού αερίου με συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα κατά 27,1% το 2025 και 18,4% το 2030, τι στιγμή που σήμερα στη Γερμανία το αέριο συμμετέχει με 15,6% και οι ΑΠΕ με 52% (Εικόνα 3). Είναι πρόσφατη η κρίση του φυσικού αερίου και επομένως θα έπρεπε να είναι προφανείς οι κίνδυνοι στην ασφάλεια του συστήματος από την δυσανάλογη αυτή εξάρτηση. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο το ΕΣΕΚ πρέπει να επανεξετασθεί, με ουσιαστικότερη συμμετοχή του λιγνίτη, όταν στη Γερμανία ο άνθρακας συμμετέχει σήμερα με 25,6%.
Οι ρυθμιζόμενες τιμές στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που εφαρμόσθηκαν με επιτυχία από την ΡΑΕ από τον Ιούλιο 2022 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2023 προσφέρουν αξιόπιστα δεδομένα για την οικονομική σύγκριση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ανάλογα με το καύσιμο και συνοψίζονται στην Εικόνα 4. Οι διακυμάνσεις είναι πολύ μεγάλες και αντανακλούν κυρίως τη μεταβλητότητα τιμών φυσικού αερίου. Κατ’ αρχήν η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 είναι σαφώς οικονομικότερη και καθαρότερη από τις παλιότερες λιγνιτικές μονάδες χάρις στον υψηλότερο συντελεστή απόδοσης, 42% έναντι 29%.
Εικόνα 4. Οι ρυθμιζόμενες τιμές της ΡΑΕ κατά μήνα, σε ευρώ ανά μεγαβατώρα, για τους παλαιούς λιγνιτικούς σταθμούς (Old mines), την Πτολεμαΐδα 5 (Ptolemaida V), σταθμούς φυσικού αερίου συνδυασμένου (CCGT) και ανοικτού(OCGT) τύπου. Εκπόνηση Ε. Χιώτη βάσει δεδομένων της ΡΑΕ.
Εντούτοις κατά την κρίση του φυσικού αερίου από τον Σεπτέμβριο 2021 ακόμη και οι παλιές λιγνιτικές μονάδες ήταν σημαντικά οικονομικότερες από τις μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου. Μόνο κατά το διάστημα από Ιούλιο 2022 μέχρι και το Φεβρουάριο 2023 εξοικονομήθηκαν χάρις στους παλιούς λιγνιτικούς σταθμούς επτακόσια εκατομμύρια ευρώ. Εάν ληφθεί υπόψιν το διάστημα Σεπτεμβρίου 2021 Ιουνίου 2022, τότε η εξοικονόμηση από το λιγνίτη προσεγγίζει το ύψος της χρηματοδότησης της ΕΕ για τη «δίκαιη ανάπτυξη». Αλλά και κατά τον καύσωνα Ιουλίου του 2023 χρειάστηκε η υποστήριξη των παλιών μονάδων.
Όσον αφορά την ηλεκτροπαραγωγή από τη νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5, είναι οικονομικά ανταγωνιστική των μονάδων φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου για κόστος αερίου άνω των 35 έως 40 €/MWh και οικονομικότερη άνω των 40 έως 45 €/MWh. Συνεπώς, δεν τεκμηριώνονται περιβαλλοντικοί ή οικονομικοί λόγοι για το κλείσιμο της νέας μονάδας από το 2028.
Υπάρχουν ασφαλή περιθώρια χρονικής ευελιξίας, ώστε να εξελιχθούν εντωμεταξύ τεχνολογίες υπό εξέλιξη για μετασκευή των εγκαταστάσεων των λιγνιτικών σταθμών και την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα ΑΠΕ. Για παράδειγμα μονάδες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και εξισορρόπησης του συστήματος μπορούν θαυμάσια να κατασκευαστούν στις εγκαταστάσεις των λιγνιτικών σταθμών. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στις εγκαταστάσεις του Αγίου Δημητρίου 5 και της Μεγαλόπολης 4 θα μπορούσαν να κατασκευαστούν μονάδες φυσικού αερίου ανοικτού κύκλου ταχείας ενεργοποίησης αποκλειστικά για την εξισορρόπηση. Επιπλέον, τα λιγνιτικά κέντρα προσφέρονται ως κέντρα ηλεκτρολυτικής παραγωγής υδρογόνου από ενεργειακά πλεονάσματα των ΑΠΕ.
Τέλος, τα λιγνιτικά κέντρα με τις εγκαταστάσεις τους και τη γη που διαχειρίζονται έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση και στην πράσινη βιομηχανική επανάσταση και η απολιγνιτοποίηση θα έπρεπε να εξισορροπείται με αναγγελία νέων ενεργειακών επενδύσεων στις ίδιες περιοχές. Οφειλόμενο χρέος για τη συμβολή τους επί δεκαετίες στον εξηλεκτρισμό και τη βιομηχανική ανάπτυξη της Χώρας. Με το κείμενο αυτό υπογραμμίζεται ότι υπάρχει έδαφος στην κατεύθυνση αυτή, αλλά και το προηγούμενο που εφαρμόζεται ήδη σε άλλες χώρες.
Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.
https://independent.academia.edu/Chiotis
https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis
https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82