Πέθανε το βράδυ του Σαββάτου, σε ηλικία 103 ετών η τελευταία πρέσβειρα της αλησμόνητης πατρίδας μας, η Ξανθίππη Αποστολίδου στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας και υπήρξε από τις τελευταίες εναπομείνασες από την πρώτη γενιά. Η εξόδιος ακολουθία της τελέστηκε την Κυριακή στις 15:00 στο ναό Υψώσεως Τιμίου Σταυρού στο Ανατολικό.
«Πριν από ένα μήνα, που την επισκέφτηκα μου αφηγήθηκε τις παιδικές της αναμνήσεις από το σπίτι του Κώστα Καπαγιαννίδη στην Τραπεζούντα και τα παιχνίδια, που έπαιζαν στην μεγάλη αυλή του σπιτιού του» αναφέρει σε ανάρτηση του ο συγχωριανός της Παναγιώτης Μωυσιάδης. Η Ξανθίππη Στεφανίδου (το γένος Αποστολίδη), γεννήθηκε στο χωριό Καρμούτ (Κοτσά-πινάρ) της Αργυρούπολης του Πόντου το 1917, την ημέρα, που τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό της και το ελευθέρωσαν. Ένα χρόνο μετά, το φθινόπωρο του 1918, οι Ρώσοι εγκαταλείπουν την Αργυρούπολη και η μάνα της Ξανθίππης με τα παιδιά της κρύβονται με άλλες γυναίκες σε μια σπηλιά για να γλυτώσουν από τους εξαγριωμένους τσέτες του Κιόρ –Αλή. Τότε η Ξανθίππη, μικρό κοριτσάκι ενός χρόνου, αρχίζει να κλαίει και οι άλλες γυναίκες φοβούμενες να μην εντοπιστούν απαιτούν από τη μάνα να πνίξει το μωρό της. Όμως η μάνα της, η Πελαγία, τις κοιτάζει αγριεμένη και σφίγγοντας την Ξανθίππη στην αγκαλιά της, τις αποπαίρνει με θάρρος «Εγώ εμέν φουρκίζω και το μωρό μ’ ‘κι φουρκίζω..!»
Σε μια παλαιότερη ανάρτηση του ο Παναγιώτης Μωυσιάδης αναφέρει: «Όσες φορές συνομιλώ με τη θεία Ξανθίππη, νιώθω έντονα ότι ο Πόντος είναι ζωντανός και μας καλημερίζει ακόμα, αφού υπάρχει στα ψυχικά χρώματα και στις αναμνήσεις της ζωντανής πόντιας μάνας. Η θεία Ξανθίππη με τα σοκολατάκια και τα πετιφούρ σε υποδέχεται με ένα νεανικό χαμόγελο και, αφού σιγοψήσει και τον καφέ, κάθεται δίπλα σου και απαντά πρόθυμα σε καθετί, που γνωρίζει, που έζησε και άκουσε, ενώ αποκρίνεται με ταπεινότητα σε ό,τι δε γνωρίζει “αυτό παιδί μου δεν το ξέρω…”. Με απίστευτη προθυμία αρχίζει να αφηγείται τις ιστορίες του χωριού της. Πώς ήταν η εκκλησία, το χωριό, τα σπίτια, οι άνθρωποι, τα σχολεία και οι δάσκαλοι. Μόλις την ρωτήσεις για τον πατέρα της, τον Μιλτιάδη τότε αλλάζει η χροιά της φωνής της φανερώνοντας την περηφάνια της γι’ αυτόν. Υπογραμμίζει τις σπουδές του στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης και μετά την διδασκαλική του πορεία. Ο Μιλτιάδης δίδαξε πρώτα στο χωριό του, το Καρμούτ ,στην συνέχεια προσελήφθη δάσκαλος στην Ίμερα και τέλος ανέλαβε ιδιαίτερος παιδαγωγός των παιδιών του Κώστα και της Άννας Καπαγιαννίδη και εγκαταστάθηκε μετά το 1919 στην έπαυλη του, στο Πόζ-Τεπέ της Τραπεζούντας. Δεν θα ξεχάσω, πόσο εντυπωσιάστηκα, θα ομολογήσει η θεία Ξανθίππη, όταν πρωτοαντίκρισα τη βασιλική βίλα του με τους κήπους και τα σιντριβάνια. Θυμάμαι πολύ καλά και τα έξι παιδιά του, γιατί παίζαμε μαζί και η μάνα τους, η κυρία Άννα, ήταν ευγενική απέναντί μου, όταν πήγαινα στο σπίτι τους. Όμορφα χρόνια, γεμάτα πόνους και χαρές. Στο Καρμούτ πηγαίναμε το Καλοκαίρι κι εγώ χαιρόμουν πολύ, που θα πάω να δω τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου. Δεν θα ξεχάσω, λέει η θεία Ξανθίππη, το ταξίδι μας από την Αργυρούπολη στην Τραπεζούντα με τα άλογα και τις σούστες τις εποχής. Πολύ όμορφο ταξίδι μέσα στο καταπράσινο τοπίο της Ματσούκας με τα πολλά χάνια και τις βρύσες στο δρόμο. Και μετά το κοπιαστικό ταξίδι, που κρατούσε δώδεκα ώρες, έφταναν κατάκοπα τα άλογα στην τρίκρουνη (τρία κρενία) βρύση του Καρμούτ, που ο θόρυβος και μόνο σε δρόσιζε από μακριά».
Η θεία Ξανθίππη θυμάται τις γυναίκες του χωριού να πηγαινοέρχονται με τη στάμνα στον ώμο στην επιβλητική πέτρινη βρύση με το ασημόστραυτο τάσι της, που δέσποζε στο έμπα του χωριού. Πολλές φορές όμως το μετέφεραν με το ξύλο και τις βέτρες. Μέχρι εκεί στο πινάρ την πηγή του νερού ανέβαιναν οι πέστροφες για να γεννήσουν και εκεί αυτές τις ζωηρές ταξιδιώτισσες του γλυκού νερού αναλάμβαναν να τις ψαρέψουν τα παιδιά του Καρμούτ βάζοντας δίχτυα ή κόσκινα στη ροή του νερού. Το γάργαρο νερό της βρύσης διέσχισε τους κήπους και τους οπωρώνες και χάνονταν μέσα στο βαθύ ρέμα του χωριού. Ακόμα και στην διάρκεια των διωγμών της Αργυρούπολης μετά την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων το 1918, οι Έλληνες και οι Τούρκοι του Καρμούτ διατήρησαν τη φιλική τους σχέση. Όταν μάλιστα ο άξεστος Κιόρ-Αλής με τους τσέτες του επιτέθηκε στους Έλληνες της περιοχής, αφού πρώτα έσφαξε τον παπα-Δημήτρη Παπαδόπουλο, από το άνω Καρμούτ (Σούτωνος ή Σίθος), κατέβηκε και στο κάτω Καρμούτ για να σφάξει και τον Ισαάκ Σπυρίδη. Τότε παρενέβη ο Αλή – Ριζάς και τους έδιωξε σώζοντάς τον την τελευταία στιγμή. Τα φιλελληνικά αισθήματα του Αλή–Ριζά θα τα υπογραμμίσει η θεία Ξανθίππη: «Ο πατέρας μου ήταν πολύ φίλος με τον Αλή Ριζά, τον τούρκο μουχτάρη του χωριού μέχρι που πέθανε ο Αλή -Ριζάς είχαν αδελφική αλληλογραφία».
Μου μίλησε —αναφέρει ο Παναγιώτης Μωυσιάδης— ακόμα και για τον Αβραάμ Ακριτίδη, τον μουχτάρη του χωριού. Έξυπνος και σεβάσμιος άνθρωπος, που όλοι τον υπολόγιζαν. Είχε το πιο όμορφο σπίτι, ένα διώροφο κτισμένο με άσπρες πέτρες στο έμπα του χωριού. Ο Αβραάμ αγάς έδινε καθημερινά το μπαχτσίσι στον τούρκο αγωγιάτη να του φέρνει από την Τραπεζούντα την εφημερίδα του Νίκου Καπετανίδη την «Εποχή». Διάβαζε ο Αβραάμ αγάς τα νέα για την ήττα της Τουρκίας και την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Και μετά σαν καλός μουχτάρης, που ήταν, πήγαινε στο καφενείο του χωριού και εμψύχωνε τους πατριώτες του. Ο Αβραάμ ήρθε πρόσφυγας στο Καρυοχώρι και από εκεί έφυγε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Αργυρούπολη (Τσαλί) της Δράμας μαζί με άλλους καρμουτέτες και συμπατριώτες τους από το Λερί. Σήμερα ο εγγονός του Χαρπαντίδης Γιώργος έχει αναλώσει τη ζωή του για να διασώσει την εκκλησία του Καρμούτ. Έχει ταξιδέψει πάνω από δέκα φορές στο χωριό του παππού του, σαν κάτι να τον έλκει στις ρίζες και τις μνήμες της αλησμόνητης πατρίδας. Ο Γιώργος, μόλις πληροφορήθηκε για την μοναδική εν ζωή θεία Ξανθίππη, ταξίδεψε από την Καβάλα στο Ανατολικό για να τη συναντήσει. Συγκινήθηκε και έκλαψε, όταν η θεία Ξανθίππη αναφέρθηκε στον παππού του και πρόεδρο του χωριού, Αβραάμ Ακριτίδη, γιατί ήταν γείτονες και φίλοι με τον πατέρα της.
με πληροφορίες Παναγιώτης Μωυσιάδης