Η αγροδιατροφή αποτελεί τον κύριο εκφραστή του πρωτογενή τομέα και βασικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας ιδιαίτερα σε περιφερειακό επίπεδο. Η ορθολογική ανάπτυξή της περνά μέσα από την διαμόρφωση βιώσιμων αλυσίδων αξίας με τη συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και συντελεστών της περιφερειακής οικονομίας.
Ο αγροδιατροφικός τομέας όμως δεν είναι μόνο πρωτογενής παραγωγή. Η μεταποίηση – τυποποίηση των προϊόντων, η εμπορία τους στην εγχώρια και διεθνή αγορά, η απόκτηση μοναδικότητας μέσω ταυτοποίησης με την ιστορία και τον πολιτισμό των περιοχών που παράγονται (branding), η τοπική γαστρονομία, ο συνδυασμός με την τουριστική ανάπτυξη των περιοχών αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης ερμηνείας του αγροδιατροφικού τομέα και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τις δυνατότητες που έχει για να αναπτυχθεί.Στην εποχή της ενιαίας ανταγωνιστικής αγοράς οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους απαιτείται να εφαρμόσουν νέες τεχνολογίες και να υιοθετήσουν καινοτόμες μεθόδους σε όλες τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Και η επιβίωση αυτή να έρθει μέσα από τη βιώσιμη λειτουργία τους χωρίς τις επιδοματικές πρακτικές προηγούμενων περιόδων.
Το ανωτέρω οικονομικό πλαίσιο οδηγεί σε διαφορετικό τρόπο σκέψης για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα μέσα από το τρίπτυχο:
- δημιουργίας μιας βιώσιμης αγροτικής οικονομίας με αλυσίδες αξίας, που να συνδυάζει την πρωτογενή παραγωγή με την μεταποίηση και τυποποίηση προϊόντων υψηλής διατροφικής και προστιθέμενης αξίας,
- παραγωγής νέων, καινοτόμων προϊόντων με υψηλή ζήτηση στην εγχώρια και διεθνή αγορά,
- ανάδειξης της παραγωγικής ταυτότητας της περιοχής, στην οποία να αποτυπώνονται τα τοπικά χαρακτηριστικά της φύσης, της ιστορίας και του πολιτισμού της.
Άλλωστε, σύμφωνα με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική 2021-2027, η έμφαση δίδεται στην υποκατάσταση του εισοδήματος που προέρχεται από τις επιδοτήσεις από την αύξηση των εσόδων μέσω της πώλησης των προϊόντων στην εγχώρια και στην παγκόσμια αγορά. Το γεωργικό εισόδημα πλέον θα πρέπει να προκύπτει είτε μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής είτε μέσω της αύξησης των εσόδων λόγω αύξησης του όγκου παραγωγής ή της μοναδιαίας τιμής λόγω καλύτερης ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας των γεωργικών προϊόντων.
Στην προσπάθεια αυτή η συνεργασία μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα θεωρείται επιβεβλημένη και μπορεί να αποτυπωθεί σε τρεις πυλώνες:
Τις δημόσιες επενδύσεις στον αγροτικό χώρο ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας στη νέα εποχή και τη δημιουργία ελκυστικού περιβάλλοντος του αγροτικού επιχειρείν.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων, στην εγκατάσταση ευρυζωνικών δικτύων υψηλής ταχύτητας για την ανάπτυξη της Έξυπνης Γεωργίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων αγροδιατροφής, στη βελτίωση των ικανοτήτων των εργαζομένων στον αγροδιατροφικό τομέα και στην προσέλκυση νέων αγροτών οι οποίοι μπορούν καλύτερα να αξιοποιήσουν τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής και πώλησης των προϊόντων.
Τις ιδιωτικές επενδύσεις σε εκμεταλλεύσεις κάθετου χαρακτήρα γεωργικού και κτηνοτροφικού τομέα για την παραγωγή προϊόντων με στόχο την ευρύτερη εγχώρια και διεθνή αγορά και την κάλυψη σύγχρονων καταναλωτικών αναγκών και τάσεων.
Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην εγκατάσταση σύγχρονων αγροκτημάτων, στη δημιουργία οριζόντιων και καθέτων clusters του πρωτογενή τομέα με στόχο την ανάπτυξη ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας στην αγροτική οικονομία, στην ανάπτυξη αγροτουριστικών δραστηριοτήτων και την διατομεακή ανταλλαγή εισροών – εκροών μεταξύ κλάδων της περιφερειακής οικονομίας με όρους κυκλικής οικονομίας, στην συνολική εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και την απόκτηση σημάτων ποιότητας Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης και στην εφαρμογή της συμβολαιακής γεωργίας για την διασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας.
Τις θεσμικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν ευνοϊκά χρηματοδοτικά και δημοσιονομικά κίνητρα αλλά και οργανωτικού – διαχειριστικού περιεχομένου δράσεις.
Σημαντικότερες ρυθμίσεις μπορεί να είναι η μεγέθυνση των εκμεταλλεύσεων μέσω παροχής κινήτρων για δημιουργία ομάδων παραγωγών και συνεταιρισμών και η ανάπτυξη – μεταφορά γνώσης μέσω της έρευνας στον αγροδιατροφικό τομέα με τη συμμετοχή Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Ιδρυμάτων της χώρας και του εξωτερικού για την παραγωγή βελτιωμένων προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας και εμπορικότητας.
Συμπερασματικά, η επένδυση στην αγροτική οικονομία, που έχει σαν κύριο εκφραστή της την αγροδιατροφή, με όρους της νέας εποχής – της ποιότητας, της καινοτομίας, της εφαρμοσμένης έρευνας και της ψηφιοποίησης – αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη ευκαιρία για την ελληνική περιφέρεια να αναδιατάξει τις δυνάμεις που έχει και να καλύψει τις απώλειες της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας.
(*) το κείμενο κατατέθηκε στο πλαίσιο συμμετοχής μου σε Θεματική Ομάδα Εργασίας του Forum “Η Ελλάδα το 2040” με επικεφαλής τον Καθ. Ναπολέοντα Μαραβέγια, υπό την αιγίδα της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”
(**) Ο Τάσος Σιδηρόπουλος είναι Οικονομολόγος – Διευθυντής Αναπτυξιακής Μετάβασης στην ΑΝΚΟ Δυτικής Μακεδονίας Α.Ε.