Μια νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε και μ’ αυτήν μια ακόμη εξαγγελία εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Όπως κάθε κυβέρνηση με κάποιον ανασχηματισμό επιχειρεί να κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων, έτσι και με κάποια μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση επιχειρεί να πείσει ότι αποκαθιστά τα κακώς κείμενα κατά το παρελθόν. Την πρώτη κίνηση ο μέσος πολίτης εκλαμβάνει ως μέτρο για την τήρηση εσωκομματικών ισορροπιών ή για διεύρυνση της εκλογικής βάσης και δεν αναμένει θεαματικές μεταβολές ούτε καν μεταβολές. Τη δεύτερη ο λαός από καιρό έχει χαρακτηρίσει ως διαρκή πειραματισμό σε βάρος των μαθητών και των γονέων τους, γι’ αυτό και δεν αναμένει επίσης μεταβολές. Τα λαμβανόμενα κατά καιρούς μέτρα χαρακτηρίζονται ως ασπιρίνες προς αντιμετώπιση βαρύτατης ασθένειας. Το θλιβερό πάντως είναι ότι άρχοντες και αρχόμενοι εν πολλοίς δεν αναγνωρίζουμε ότι η παιδεία μας νοσεί και μάλιστα νοσεί βαρύτατα. Νοσεί βαρύτατα λόγω τρομακτικής αλλοίωσής της επί σειρά δεκαετιών. Γι’ αυτό το ορθότερο είναι να γίνεται λόγος για εκπαίδευση και όχι για παιδεία.
Το νεοελληνικό κράτος υπό την επίδραση των «προστατών» μας, που μας απελευθέρωσαν επιχείρησε την ανατροπή της παιδείας του Γένους, όπως αυτή είχε δομηθεί κατά το χιλιόχρονο βίο της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας και κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε ως προστάτες τους κορυφαίους των γραμμάτων αγίους της Εκκλησίας, τους Τρεις Ιεράρχες. Η Πολιτεία, προτεκτοράτο της Δύσης, με διαχειριστές της εξουσίας πρόσωπα υποταγμένα στη φιλοσοφία και τον «πολιτισμό» της, ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να αποκόψει σταδιακά τον νέο ελληνισμό από τις ρίζες του και την πατροπαράδοτη παιδεία εισάγοντας σ’ αυτήν κάποια ιδεαλιστική-ανθρωπιστική εκπαίδευση, η οποία, όπως διακήρυξαν τα φερέφωνα της Δύσης, ήταν η παιδεία των αρχαίων μας προγόνων! Σε συγχορδία με την διανόηση, που υιοθέτησε επίσης τις δυτικές «αξίες», εξέφραζε η Πολιτεία την ευγνωμοσύνη της προς τη Δύση, η οποία επανανακάλυψε τους προγόνους μας, καθώς φωτίστηκε από τους ριψάσπιδες διανοούμενους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα μας στο έλεος του κατακτητή. Και μέμφονταν όλοι αυτοί τον αγράμματο παπά ή καλόγερο, που μεταδίδοντας τα ελάχιστα κολλυβογράμματα που γνώριζε, κράτησε ζωντανή τη γλώσσα μας.
Η Δύση στάθηκε αδύναμη να κατανοήσει το πνεύμα των προγόνων μας. Επίκεντρο της παιδείας κατά την ελληνική αρχαιότητα ήταν η μόρφωση καλού καγαθού πολίτου. Ασφαλώς έλειπε το πρότυπο αυτού του πολίτου, καθώς οι θεοί του ειδωλολατρικού πανθέου ήσαν πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση των εμπαθών ανθρώπων. Όμως υπήρξαν πρόσωπα, τα οποία είχαν αρθεί σε αξιοθαύμαστο ύψος αρετής και κληρονόμησαν θαυμαστά κείμενα. Αναφέρω ενδεικτικά το «γνώθι σαυτόν» του Σωκράτη και το «επιστήμη (=γνώση) χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται» του Πλάτωνα. Οι ύψιστοι διανοητές είχαν επίκεντρο του βίου τους τον σεβασμό του θείου. Το βλέπουμε αυτό στις αρχαίες τραγωδίες. Κυριαρχούν οι όροι «ύβρις» και «νέμεσις». ‘Υβρις είναι η αλαζονεία, η οποία προκαλεί την οργή των θεών, οι οποίοι αποστέλλουν ως τιμωρό του αλαζόνα την Νέμεσιν. Η Δύση δεν κατενόησε στο ελάχιστο το υπόβαθρο αυτό του πνεύματος των προγόνων μας. Ασπάστηκε ό,τι δικαίωνε την μεσαιωνική αθλιότητα, τόσο στους θρησκευτικούς, όσο και στους κοσμικούς κύκλους, αν υπήρξε κάποια διαφορά μεταξύ τους. Η «Αναγέννηση» έχει έκδηλα τα χαρακτηριστικά του αφροδισιασμού και διονυσιασμού. Μπορεί ο Ηρακλής στο σταυροδρόμι των οδών της Αρετής και της Κακίας να έγινε προσφιλές θέμα των ζωγράφων της, διόλου προσφιλές όμως το πνεύμα του μύθου του Προδίκου. Η Δύση προχώρησε από την αμφισβήτηση της άθλιας θρησκευτικής ηγεσίας στην αμφισβήτηση της Αποκάλυψης του Θεού, στην άρνησή Του τελικά. Η αργή πορεία προς τον εκχυδαϊσμό του λαού και την αποκοπή του από την θρησκευτική πίστη οφειλόταν στην αντίσταση που προέβαλλε αυτός στην επιχειρηθείσα αποκοπή του από τις ρίζες του. Το αστικό καθεστώς, έχοντας εδραιωθεί, στην εξουσία δεν εκδήλωσε βιασύνη στο να «δρέψει καρπούς». Την αντιθρησκευτική προπαγάνδα ανέθεσε στους υποτιθέμενους αντιπάλους του, στους οποίους παραχώρησε χωρίς επιφυλάξεις τον «ελεύθερο» χώρο των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η αντίσταση του λαού διήρκεσε λιγότερο στη Δύση της αιρετικής χριστιανοσύνης απ’ ότι στη χώρα μας, καθώς η Ορθοδοξία ήταν συνυφασμένη με την ύπαρξη του λαού μας.
Ένας λαός δεν είναι δυνατόν να προβάλλει αντίσταση επ’ άπειρον χωρίς πνευματικούς ηγέτες. Έτσι επήλθε σταδιακά η κόπωση και η υποταγή. Σημαντικό δέλεαρ αποτέλεσε η οικονομική ευμάρεια, η επιτυχέστερη κίνηση για να λησμονήσουν οι άνθρωποι τον Θεό. Ο σπουδαίος Ουγκώ, φορέας της δυτικής αντίληψης, έγραψε: «Από ανάγκη οι άνθρωποι προσεύχονται στον Θεό». Όσο οι άνθρωποι απομακρύνονταν από τον Θεό, τόσο ψυχραινόταν και το αίσθημα της φιλοπατρίας. Η διαφθορά επεκτάθηκε σταδιακά από την άρχουσα τάξη, πολιτική και οικονομική, στον λαό. Από το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, που οι χριστιανοί παραδώσαμε στα χέρια συνανθρώπων μας, που αρνούνται τον Θεό, περάσαμε στο όραμα, το ακραιφνώς αστικό, της ευμάρειας και του καταναλωτισμού. Και καταντήσαμε τη χώρα μας ελεεινή και περίγελως των Ευρωπαίων, που στην παρακμή τους αδυνατούν να αντικρίσουν τα χάλια τους! Δικαιώσαμε τον Ντοστογιέφσκι που έγραψε: «Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»!
Σημαντικός ο ρόλος της εκπαίδευσης στην κατρακύλα, της εκπαίδευσης που υποκατέστησε την πατροπαράδοτη παιδεία μας. Με γνωσικεντρικό χαρακτήρα στην αρχή είχε ως στόχο να πληρώσει τους μαθητές με γνώσεις πολλές, όπως πληρώνουν τα ασκιά με διάφορα υγρά. Το γνωμικό του Πλάτωνα καταχωνιάστηκε, όπως και το όλο πνεύμα των αρχαίων σοφών μας. Και όταν η κοινωνία μεταμορφώθηκε σε άγρια ανταγωνιστική «ζούγκλα», η εκπαίδευση κατέπεσε στο επίπεδο της άκρως χρησιμοθηρικό. Και τους καρπούς αυτής της εκπαίδευσης γευόμαστε οι Νεοέλληνες κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Σήμερα στη Δύση αρχίζει να γίνεται λόγος για επάνοδο σε κάποια μορφή ανθρωπιστικής εκπαίδευσης. Παρήγορο πλην ανεπαρκές σημείο. Τι σημαίνει ανθρωπιστική εκπαίδευση; Πώς θα απαντήσουμε, αν προηγουμένως δεν ορίσουμε τον άνθρωπο; Είναι αυτός προϊόν των αδιαφόρετων φυσικών δυνάμεων (Μονό), ζώο που φτιάχνει εργαλεία (διαλεκτικός υλισμός) ή πλάσμα κατ’ εικόνα Θεού; Πού θα θεμελιώσουμε τα πανανθρώπινα λεγόμενα ιδανικά, με πρώτιστα την ελευθερία και τη δικαιοσύνη; Στο ανύπαρκτο φυσικό δίκαιο του «διαφωτισμού» ή στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, ο οποίος με την πλήρη ταύτιση λόγου και βιωτής μας άφησε αιώνιο πρόσωπο.
Η πίστη στον Θεό εξακολουθεί να είναι απαγορευμένη στον δυτικό κόσμο, μάλιστα διώκεται. Και όμως από καιρό οι «ορθολογιστές» επέτρεψαν, κάνοντας «στραβά μάτια», να καταπέσουν οι λαοί στις παραθρησκείες ακόμη και στη δαιμονολατρεία, ίσως επειδή οι ιθύνοντες αρνούνται τον διάβολο, όπως και τον Θεό. Βέβαια κάποιοι μη αρκούμενοι στα υποκατάστατα αυτά αναζητούν διεξόδους προς άλλες θρησκείες (ινδουϊσμό και μωαμεθανισμό). Εμείς ακόμη πορευόμαστε προς συνάντηση με τη Δύση της παρακμής. Τον άγιο Κοσμά θα ακούσουμε, που συμβούλευε να κτίσουν σχολεία για να μαθαίνουν τα παιδιά τα θεοτικά γράμματα;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»