Το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Δημόπουλου φέρει τον τίτλο «Τραυματίες» και πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων, τα οποία καταδεικνύουν την ιδιαίτερη γραφή και τη σκωπτική ματιά του πάνω σε διάφορα διαχρονικά και επίκαιρα ζητήματα. Με αφορμή την κυκλοφορία του μας παραχώρησε την παρακάτω συνέντευξη.
- Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η νέα σας συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τραυματίες». Τι υποδηλώνει ο συγκεκριμένος τίτλος σε σχέση με το περιεχόμενο του βιβλίου;
Μάλλον τίποτα εκτός του προφανούς. Είχα γράψει περίπου 50 κείμενα τις νύχτες, εξέλεξα 14 από αυτά, τα έβαλα σε μια σειρά, έγραψα ακόμη 12 και τα επεξεργάστηκα ώστε να αποκτήσουν επαρκή επίπεδα αντιστικτικής σύνδεσης και συνεπείς εντάσεις αρμονικής συνοχής. Στο τέλος έπρεπε να τα τιτλοφορήσω· το κοινό θέμα των χαρακτήρων και των συμπεριφορών τους ήταν ο τραυματισμός, άλλοτε αλληγορικός, άλλοτε κυριολεκτικός και πάντοτε βαθύς. Έτυχε ή μάλλον οδηγήθηκε. Το βιβλίο περιγράφει τις πτώσεις, τις συμπτώσεις και τα αναθέματα αυτών των τύπων, ειδών και γενών διηγηματικά, δηλαδή χωρίς κρίση. Αν και το γενικό κλίμα αναφέρεται εμμονικά στην διάκριση καλού και κακού, σωστού και λάθους. Με απασχολεί πολύ αυτό, μάλλον διανοούμαι πειθαρχικά: το τραύμα είναι κάτι κακό και προκύπτει από λάθος. Το καλό είναι πως η θεία πρόνοια καθιστά κάθε λάθος μια σωστή και σωτήρια εξέλιξη. Οι αφορμές μου είναι δημοκρατικές, οι αιτίες μου θεοκρατικές. Ο Μπετόβεν φέρεται να είπε πως «θα πιάσει την μοίρα από τα μαλλιά». Όχι την ζωή, «την μοίρα». Το ίδιο έλεγαν μάλλον και οι τραγωδοί, κι εκείνων το θέμα δεν ήταν οι τραυματίες; Ποιος είμαι εγώ να βρω καινούρια θέματα; Έγραψα λοιπόν παραλλαγές σε ένα αρχαίο θέμα.
- Τι αποτέλεσε έμπνευσή σας κατά τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου;
Η παρατήρηση. Κάποτε μου έγινε ένα σημαντικό μάθημα· μου είχαν πει να μην κοιτάω, αλλά να βλέπω τους ανθρώπους και το κράτησα, είναι μια καλή ιδέα που αποτρέπει από τις αιχμαλωσίες στην εγωπάθεια. Κινούμαι κυρίως σε λαϊκούς χώρους, όπου οι άνθρωποι είναι πιο διάφανοι και ευάλωτοι από αυτά που ορίζουν οι επιβεβλημένες και προβεβλημένες τελετές των εξωραϊσμών στα θέατρα των πιο ισχυρών. Όχι ότι κι εκείνοι δεν έχουν τραυματίες, μάλλον δε εκεί τα πάντα μπορούν να γίνουν θανάσιμα. Σε εμάς όμως, τους λιγότερο ισχυρούς, ακόμα και στις απόπειρές μας να μεταμορφωθούμε, να επιδιώξουμε την επικράτηση ή να αποκτήσουμε ισχύ, βλέπω διαρκώς μια αθεράπευτη και αδιάγνωστη, πλούσια ποικιλία από συμπεριφορές, οι οποίες συχνά δηλώνουν τα πάθη της ζωής, τα ανικανοποίητα, τις μάταιες προσδοκίες και μια γλυκόπικρη αίσθηση του εφήμερου. Μια ιερή αδυναμία στα πράγματα και μια αναπόδραστη ειλικρίνεια, ακόμα και στις υπεκφυγές, ακόμα και στην υποκρισία. Ταυτόχρονα όμως και μια σκληρότητα, όπως και όλες τις αποχρώσεις της ύβρεως. Ανθρώπινες δηλαδή συμπεριφορές, συχνά κακές, διόλου ξένες ή μακρινές από την δική μου. Να το πω πιο απλά, με έναν μαγικό καθρέφτη περιφέρομαι στις καθημερινές γαλέρες μας κι αυτός δείχνει όχι τίποτα εξόχως πεπνυμένα άδυτα, αλλά κοινά πνεύματα δικαίων και αδίκων, θυμόσοφους και οικτρούς σε ζεύγη και προσωπεία αμφίπλευρα. Με λίγο βάσανο, βρίσκουν όλα αυτά τις λέξεις τους, ή κάποιες λέξεις για την χαμένη αρετή μας. Πρέπει να τις βρουν, δεν είναι θέμα επιλογής αλλά ανάγκης. Είμαστε όλοι αθώοι, το γνωρίζουμε, κι όμως είμαστε όλοι πρόθυμοι να καταδικάσουμε άπαντες, αλλά και να αθωώσουμε όλα τα ένοχα του λάθους. Οι λέξεις είναι που πρέπει να μας εμπνέουν όχι εμείς εκείνες, αλίμονο αν αλλάξει η σειρά, θα περάσουμε σε πρωτογλώσσα και μαζική καταδίκη, έτσι όπως είμαστε, δαρμένοι τραυματίες.
- Στα διηγήματα υπάρχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Ναι, αλλά χωρίς αναμνηστικό σκοπό ή αναφορικότητα. Απλώς περιπλέκεται η εμπειρία με την φαντασία και η ανάμνηση της αλήθειας με το ψεύδος της εφεύρεσης. Το προοίμιο, ένα ημερολόγιο στο μέσον και ο επίλογος αποδίδονται με την φωνή ενός αφηγητή που ίσως να φέρνει και λίγο σε αυτοβιογράφο ή έστω σε φροντιστή των «εκθεμάτων» της συλλογής. Στα υπόλοιπα διηγήματα μπορεί να εμφανίζω κάποια φιγούρα που μου μοιάζει ή κάποια συμπεριφορά που έχω επιδείξει, για λόγους μοτίβου. Αλλά και εκατοντάδες συγκεχυμένα πρόσωπα που γνώρισα πολύ ή λίγο. Το ίδιο συμβαίνει και με το ταλαιπωρημένο αυτοκίνητό μου, με τα ατελείωτα αδέσποτα σκυλιά του δεσποτικού, βαλκανικού μας σαφάρι, με αρκετά άλλα μοτίβα. Είναι περισσότερο θέμα δομικής συνοχής ή μάλλον κραυγαλέας, φωτογραφικής μοτιβικής επανάληψης, παρά μέσον δραματικής έκφρασης. Ως πρόσωπο δεν έχω να πω και πολλά πράγματα, τα όποια φαιδρά απομνημονεύματά μου θα τα γράψω, αν κάνω τέτοιο λάθος, σε κάποιο μακρινό ελπίζω λυκόφως, ισχνά αντιστεκόμενο στην λήθη και, όπως είναι σύνηθες, θα πρόκειται για διατυμπανισμούς που θα κινούνται κωμικά ανάμεσα στην νύστα και το χασμουρητό της χαμένης μελάνης. Καλύτερα να αυτοβιογραφούν όσοι ζουν δραματικό ή πολιτικά πολυσήμαντο βίο και η δράση τους αφορά πλήθη ανθρώπων και όχι τις παντόφλες τους και τον συναισθηματισμό τους. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Και μιας και το ανέφερα, επίσης τα εν δήμω μη εν οίκω, φτου φτου φτου – ας κρατήσει ο καθένας μας την προφυλακτική δοτική του. Οι εγκυκλοπαίδειες είναι γραμμένες σε οριστική.
- Τι θα λέγατε ότι επηρέασε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής σας και το ύφος των έργων σας;
Μου λένε ότι δεν έβγαλα άχνα τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής μου. Φαντάζομαι ότι ήμουν απασχολημένος με το να ακούω. Και οι φωνές γύρω, λόγω οικογενειακής κατάστασης, ήσαν πολλές, από όλες τις ηλικίες, όλες τις οικονομίες, όλες τις κοινωνικές θέσεις και στάσεις, διάφορα ιδιώματα, ποικίλες πεποιθήσεις, ακραίες φροντίδες και σπατάλες της γλώσσας. Ήταν ένα προνόμιο, οι άνθρωποι γύρω πολλοί, διαρκείς ή περαστικοί, φωνακλάδες ή ψίθυροι, γιορτές και θρήνοι, τραγούδια και στεναγμοί, σοφίες για ορθούς, ανοησίες για ξάπλες. Η κίνησή μου από την ψευδοκαθαρεύουσα στο μπινελίκι και από το γλωσσικό σφάλμα στην σχολαστική εκφορά είναι ως εκ τούτων φυσική, έως και εγγαστρίμυθη. Από την άλλη, ως συνειδητός μελετητής της γλώσσας είμαι μάλλον διαχρονικά τεμπέλης, όμως η αλήθεια είναι πως ενδιαφέρομαι αρκετά και δεν έχω διαβάσει λίγα – ακόμη κι αν ξεχνάω πάντα αυτά που διαβάζω· κάτι μένει και όλα αυτά τα απομεινάρια με τριβελίζουν. Και πάντως, αν και σχεδιάζω την γραφή και την αντιμετωπίζω ως τεχνικό αντικείμενο, το πίσω μέρος του μυαλού μου φλυαρεί ακατάσχετα και επιβάλλεται σε όλα τα σχέδια με λέξεις οι οποίες είναι κυρίως απρόσκλητες και συχνά ενοχλητικές. Είμαι ικανοποιημένος από όλα αυτά, δεν ξέρω αν ο τρόπος γραφής μου είναι όντως ιδιαίτερος ή απλώς ιδιόρρυθμος, αλλά πάντως δεν έχει νοθευτεί ποτέ από ντροπές, ενοχές, ωραιοπάθειες, κενοδοξίες και λοιπές μέγαιρες του εγωλατρευτικού και αυτομαστιγωμένου λόγου. Εξισώσεις νοημάτων είναι τα γράμματα και λύνονται με διάφορους τρόπους από τους οποίους επιλέγει κανείς την διαδρομή που του κάνει. Όποιος λύσει πολλές εξισώσεις, φτιάχνει πολλές διαδρομές, μέχρι και χάρτες, μπορεί και κόσμους.
- Κ. Δημόπουλε, είστε εξαιρετικός πιανίστας και συνθέτης. Τι εκλαμβάνετε από την τέχνη της μουσικής και τι από την τέχνη της συγγραφής;
Σας ευχαριστώ για την υπερβολική φιλοφρόνηση, η κολακεία είναι το πιο αγαπημένο μου εισερχόμενο. Πρόκειται για πολύ διαφορετικά σχήματα και οχήματα. Η μουσική είναι το όλον, οι λέξεις μέρος της. Αν πρέπει να το διατυπώσω με λέξεις, η γλώσσα είναι ορισμένο σύνορο, ενώ η μουσική ορισμός ορίων. Η μουσική δεν μπορεί να αποτύχει στα αλήθεια, ακόμη κι αν το θελήσει. Αντίθετα η γλώσσα σχεδόν πάντα ματαιοπονεί, όσο κι αν προσπαθεί, με εξαίρεση την ποίηση που είναι μια μικρή μουσική, ίσως και το καλογραμμένο θέατρο που κάποια σκιά παλεύει να αναπαραστήσει προς τον ήλιο. Τι άλλο να διασχίσουν τα γράμματα, την ιστορία, δηλαδή το επίσημο κουτσομπολιό και την φιλοσοφία, δηλαδή τα μαθηματικά και την λογική μεταφρασμένες σε λέξεις. Η μουσική προσεγγίζει το παρόν, μας συμβαίνει πάντα λίγο πριν ακουστεί και την αναγνωρίζουμε αφού ακουστεί, αλλά το ανέφικτο και ανεξήγητο κέντρο βάρους της είναι το παρόν. Αντίθετα η γλώσσα είναι πιο επιρρεπής στα σινιάλα και τα συνθήματα για το μέλλον και το παρελθόν, μικρομεγαλίζει και γεροντοκορίζει λιγάκι. Αλλά την αγαπάμε ως πρόωρα γηρασμένη, έφηβη θυγατέρα της μουσικής. Εκεί όπου συναντώνται, στο τραγούδι, το σχήμα ολοκληρώνεται. Και όταν κανείς γράφει μουσική πάντα θυμάται την φωνή της κόρης της, αλλά και όταν γράφει λέξεις ψάχνει την μάνα τους. Για πατεράδες και γιους μη με ρωτάτε, είμαστε απασχολημένοι άλλως, με τον πόλεμο και τα ορμέμφυτα κουσούρια μας. Διάγουμε άλλωστε μια εποχή εικόνας, μια ιστορική περίοδο που εικονογραφεί τα γράμματα και τη μουσική σε ένα αρρενωπότατο, διαφημιστικό μπανιστήρι. Απλώς μερικές φορές θυμόμαστε την ανακούφιση των ήχων και των λέξεων και για αυτό σημειώνουμε ηχήματα και συλλαβές με σύμβολα. Αν ήμουν γυναίκα θα εξελάμβανα ίσως πολλά περισσότερα, αλλά εικάζω ότι δεν θα έγραφα τίποτα. Ο σεξισμός αυτός είναι ευγενικός, προϊόν αδυναμίας και σας ζητά συγγνώμη, αντίθετα με εμένα.
- Ποια είναι τα προσεχή σχέδιά σας όσον αφορά τη μουσική και τη λογοτεχνία;
Πάντα γράφω και θα το κάνω για όσο είμαι σε θέση να το κάνω. Ξεχνάω ακριβώς γιατί. Από εκεί και πέρα, τα συρτάρια είναι γεμάτα, όλο και κάτι θα εκδίδεται, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για αναθεωρήσεις και σαλπισμούς πεπραγμένων, κυρίως γράφουμε τα επόμενα, αυτή είναι η δουλειά μας. Κάποια μουσικά κείμενα προκύπτουν επαγγελματικά ή στο πλαίσιο της τυχαίας αναψυχής. Δεν έχω σχέδια, φτιάχνω όμως σχέδια. Ίσως αυτή να είναι η σωστή απάντηση: αν κανείς έχει αποφασίσει να φτιάχνει σχέδια, να σχεδιάζει ήχους και γράμματα, τότε είναι ο μόνος που δεν μπορεί να έχει σχέδια για αυτά, δηλαδή αρμοδιότητα για τον προορισμό, την πορεία και την κατάληξή τους. Όταν πεθάνω, ο τυμβωρύχος, σκληρών δίσκων επιτρεπόντων, ίσως εκπλαγεί. Θα ήταν όμως κάπως ασυνεπές και βαριά τραυματισμένο να τρώει κανείς την γη που σπέρνει: η γραφή απαιτεί μια απόσταση από την μεθόδευση της εξιστόρησής της. Ή ίσως απεχθάνομαι να καριερίζω του μπακάλικου τόσο γαλήνιες φουρτούνες και τόσο άγρια ιερά.
Ερωτήσεις: Eλευθερία Νάτσα