Η Παναγία υπήρξε επί αιώνες η μάνα του λαού μας. Σ’ αυτήν κατέφευγε σε στιγμές πόνου ή δυσκολίας ζητώντας παρηγοριά ή λύτρωση. Κι εκείνη, γοργοϋπήκοος, όπως την αποκάλεσε ο λαός, έσπευδε να προσφέρει τη βοήθειά της. Επί αιώνες οι κάτοικοι της βασιλεύουσας εναπέθεταν σ’ αυτήν τις ελπίδες τους για φύλαξη της Πόλης τους από παντοίους επιδρομείς, καθώς αυτή λογάριαζαν ως βασίλισσα του κόσμου, Παντάνασσα. Αυτοκράτορας, ο Θεόδωρος Λάσκαρις, σε χρόνους χαλεπούς (φραγκοκρατία) συνέθεσε τον θαυμάσιο μεγάλο παρακλητικό κανόνα προς την Θεοτόκο, απ’ όπου και οι ακόλουθοι στίχοι:
Εκάλυψαν αι του βίου μου ζάλαι,
ώσπερ μέλισσαικηρίον, Παρθένε
Επί αιώνες υπό τον ζυγό δουλείας σ’ αυτήν κατέφευγαν για να ξαλαφρώσουν τον πόνο τους από τους ευτελισμούς, τη βία, την ατίμωση των κατακτητών. Ήταν για τον πονεμένο λαό η Παρηγορήτρια. Πληθώρα, εκατοντάδες, το προσωνύμια, που της απέδωσε ο λαός. Πληθώρα και οι ναοί, που η λαϊκή ευλάβεια έκτισε ακόμη και σεχρόνους χαλεπούς, για εκφράσει την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του.
Κατά περίεργο, για κάποιον άπιστο, τρόπο ο λαός πανηγύριζε και πανηγυρίζει την κοίμησή της σαν γεννητούρια. Πάμπολλα τα πανηγύρια στην ύπαιθρο και στα νησιά, όπου καταφεύγουν οι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» των αστικών κέντρων, για να ξαλαφρώσουν κάπως από τον άχαρο και απανδόκευτο βίο τους. Γι’ αυτό και η γιορτή της κοίμησής της ονομάστηκε και Πάσχα του καλοκαιριού. Βέβαια τα πανηγύρια δεν έχουν πλέον τον χαρακτήρα των περασμένων χρόνων. Πνεύμα εκκοσμίκευσης έχει σαρώσει τα πάντα και δεν επιτρέπει τον καταπονημένο σύγχρονο άνθρωπο να ξαποστάσει. Λίγοι πλέον οι προσερχόμενοι στις παρακλήσεις του δεκαπενθημέρου. Λιγότεροι ακόμη στον εσπερινό της εορτής. Οι περισσότεροι ετοιμάζονται για το «πανηγύρι», δηλαδή το γλέντι, που έχει μετατοπιστεί στην παραμονή, καθώς η επομένη είναι ημέρα αναχώρησης. Βέβαια το πρώτιστο δεν είναι η κατ’ αυτόν τον τρόπο κατάλυση της νηστείας, που έχει επιβάλει η Εκκλησία μας, ως προπαρασκευή για την εορτή, καθώς ο Νεοέλληνας την έχει διαγράψει από τον βίο του, ως άνευ νοήματος, και πειθαναγκάζεται να υποβληθεί σε άλλη σύμφωνα με ιατρικές η διατροφικές υποδείξεις, όταν εκδηλωθεί σοβαρή βλάβη της υγείας του. Παρ’ αυτό εμμένει να θεωρεί άνευ νοήματος τη νηστεία, αν και αυτή δεν έχει οριστεί από την Εκκλησία πρωτίστως για τη διαφύλαξη της σωματικής, αλλά της πνευματικής υγείας. Το πώς, δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Το πρώτιστο στο σύγχρονο «πανηγύρι» είναι η αποχή από τον πρωινό εκκλησιασμό, καθώς οι πλείστοι κατάκοποι παραδίδονται στον ύπνο κατά τις πρωινές ώρες. Και όμως παρ’ αυτά όλοι λαχταρούν να βρεθούν στον γενέθλιο τόπο στο «πανηγύρι» της, όχι επειδή τους έλκει το σουβλάκι ούτε και ο χορός. Αναζητούν κάτι από τη χαμένη παιδική και νεανική αθωότητα, τότε που ο κόσμος ήταν πολύ πιο αγαθός. Τότε που η γιαγιά άναβε καθημερινά το καντηλάκι μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας βρεφοκρατούσας και καλούσε τα εγγονάκια της να σταυροκοπηθούν. Τότε που η μάνα ετοίμαζε το πρόσφορο για τη γιορτή της, που θα μετέφερε ο πρωτότοκος γυιός στον ναό. Τότε που δεν είχε επικρατήσει η τραγικά λαθεμένη, επιστημονική τάχα αντίληψη, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να καταπονούνται με τις αυστηρές περί νηστείας διατάξεις. Τότε που ο παππούς βιαζόταν μη και δεν προλάβει το εωθινό Ευαγγέλιο. Μνήμες αμυδρά βέβαια παραμένουσες, όμως όχι ολότελα απωλεσθείσες. Ο καταπονημένος από τον χωρίς νόημα βίο ψάχνει και «ψάχνεται». Σ’ αυτόν εναπόκειται, αν θα βρει ή όχι, αν θα ξαναδώσει νόημα στο πανηγύρι ή θα εξακολουθεί να γεύεται την χωρίς ανακούφιση διασκέδαση, στην οποία το μόνο θετικό είναι η συνεύρεση με αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία όμως βιώνουν τον ίδιο, χωρίς νόημα, βίο.
Επιπόλαια εξετάζοντας την κοινωνική μεταβολή στην πατρίδα μας, θεωρούμε ότι αυτή συντελέστηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες και, ιδίως, κατά τη μεταπολίτευση. Όμως τότε ανδρώθηκε γενιά, η οποία σαγηνευμένη από την υλική ευμάρεια, έστρεψε την πλάτη της προς την Εκκλησία. Η καλλιέργεια αντιεκκλησιαστικού φρονήματος με το επιχείρημα ότι η λαϊκή πίστη εδράζεται σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες σκοτεινών αιώνων, άρχισε αμέσως μετά την απελευθέρωση μικρού εδαφικού τμήματος ελληνισμού με την παρέμβαση των ισχυρών τότε, αλλά και τώρα, για τα συμφέροντά τους. Το «πνεύμα» της εκκοσμίκευσης και της αθεΐας είχε από τότε πνεύσειστην εξουσία, στην εκπαίδευση, στη διανόηση. Όμως ο λαός μας είχε δυνάμεις αντίστασης και πάλεψε, χωρίς όμως επαρκή πνευματική συμπαράσταση από τη Διοικούσα Εκκλησία, η ηγεσία της οποία υπετάγη στην εξουσία, που την υποβίβασε σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αν και αγράμματος, είχε επισημάνει την επιχειρούμενη χειραγώγηση του λαού μακριά από τη μάνα του την Εκκλησία και στο βιβλίο του «Οράματα και θάματα», απ’ όπου το ακόλουθο απόσπασμα:
«Αφού έβλεπα όλη αυτείνη την εσπλαχνίαν του Θεού και της βασιλείας του, οπού αγωνίζεται νύχτα και ημέρα να σώσει εμάς από την τρέλια μας και διοτέλειά μας και από την απιστία μας, τους στραβοραγιάφες τα κωλόπανα των Τούρκων και οπαδών τους, θέλει να μας λευτερώσει από αυτούς και από την τυραγνίαν τους και κοπιάζει και θυσιάζει η Θεία Πρόνοια και ανασταίνει και πεθαμένους και τους ζωντανεύει, μας κάνει εκλαμπρότατους (βασιλική εξουσία), μας κάνει εξοχότατους (πολιτική εξουσία) μας κάνει γενναιότατους (στρατιωτική εξουσία), μας ξεσκλαβώνει πατρίδα και θρησκεία να γένομεν έθνοςανεξάρτητον, να ζήσουμεν ως άνθρωποι εις το εξής, και μ’ εξ όλης της καρδίας να φέρομεν την δοξολογίαν μαςεις τον ευεργέτη μας, εις τον σωτήρα μας, και να τον δοξάζομεν μ’ εξ όλης καρδίας νύχτα και ημέρα. Εμείς, αφού είμαστε αχάριστοι και εξεκλίναμενόλως από αυτά, τί κάνομεν ακόμα! η νηστεία δεν είναι τίποτας, η εκκλησία το ίδιον, ανώτερον δεν υπάρχει, φύση είναι και όχι παντουργός, και τί ‘ναι Θεός και πώς ο Χριστός και τί η Παναγία, και αφού καταντήσαμε αχάριστοιεις την εσπλαχνία της, την βλαστημούμεν κιόλα, ότι δεν μας είπε τα μυστήριά της, και αφού οι άπιστοι εκλαμπρότατοι και εξοχότατοι και…εμείς οι γενναιότατοι, όλοι μαζί, πωλούμεν το πολυτίμητόν μας τζιβαϊρικόν εις τους αλλόθρησκους, διά τί; Δια ένα τραπέζι, διά μιάνγλυκή και δολερά καλημέρα των πρέσβεγων των ανθρωποφάγων, οπού τρώνε ζωντανούς τους ανθρώπους….».
Βέβαια οι εξοχότατοι φρόντισαν να δείξουν την «ευλάβειά» τους ψηφίζοντας νόμο, με βάση τον οποίο τιμωρείται η βλασφημία. Δεν γνωρίζομε, αν η διοικούσα Εκκλησία είδε ως θετική αυτή την κίνηση από μέρους της Πολιτείας και αν τιμωρήθηκαν στο παρελθόν βλάσφημοι πολίτες, μετά από καταγγελία πιστού, ο οποίος μη έχοντας το σθένος ή την ικανότητα να απευθύνει λόγο αγάπης προς τον βλάσφημο εν Χριστώ αδελφό του, επέλεξε την τιμωρία του μέσω της δικαιοσύνης του Καίσαρα! Στις προθέσεις της Κυβέρνησης λέγεται ότι είναι η άρση της ποινικοποίησης της βλασφημίας. Ασφαλώς με την ψήφιση του σχετικού νόμου δεν πρόκειται να ζημιωθεί η Εκκλησία, πολύ περισσότερο ο Θεός. Η πρόθεση μαρτυρεί εμπάθεια έναντι του Σωτήρα μας, του οποίου ναό δεν αξιωθήκαμε να κτίσουμε (τάμα του έθνους), και έμμεση επιβράβευση της ακραίας κατάντιας του ανθρώπου, της βλασφημίας του Πλάστη του. Άραγε πέρασε από τη σκέψη κανενός να αρθεί και η ποινικοποίηση της ύβρεως κατά πάσης αρχής, κυρίως κατά των εξοχοτάτων, οι οποίοι εκποιούν καθημερινά την πατρίδα μας, δια ένα τραπέζι, διά μιάνδολεράνκαλημέραν των πρέσβεγων;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»