Εορτή μνήμης σήμερα των Τριών Ιεραρχών. Εορτή των γραμμάτων και της Ελληνικής παιδείας. Εορτή που παγιώθηκε από τον 11ο αιώνα επίσημα και εξακολουθεί να γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε κάθε γωνιά της γης, όπου υπάρχει ελληνισμός.
Είναι γνωστό το ιστορικό της γέννεσης –δράσης και του περιβάλλοντος των τριών μεγάλων ανδρών. Το 1100 επί του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιου Κομνηνού καθιερώθηκε η κοινή εορτή των Τριών
Ιεραρχών αιτιολογώντας τον κοινό προσανατολισμό του θρησκευτικού, παιδευτικού και κοινωνικού τους έργου. Το νέο ελληνικό κράτος μετά από πρόταση του καθηγητή Τυπάλδου, που ήταν κατόπιν και ο πρώτος
σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, το 1842 καθιέρωσε ως επίσημη σχολική εορτή τη μέρα αυτή εκφράζοντας και την από αιώνων παράδοση του γένους. Και οι τρεις ιεράρχες σπούδασαν την ελληνική
κλασική παιδεία και καταξιώθηκαν ως παιδαγωγοί και επιστήμονες της ανθρωπιστικής αγωγής. Και οι τρεις αποτέλεσαν παραδείγματα άξιων ποιμένων στην εκκλησία. Και οι τρεις με το ανθρωπιστικό και κοινωνικό
έργο τους μένουν φωτεινά ορόσημα μέσα στον χρόνο.
Η σημερινή μνεία και ο φόρος τιμής στους τρεις Ιεράρχες γίνεται γιατί η προσφορά τους σε συνδυασμό με το έργο τους και τον τρόπο ζωής τους, αποτελούν εγγύηση για μοναδικές απεικονίσεις του νοήματος της
ζωής, όσο και των ανθρωπιστικών και φιλόξενων σχέσων μέσα στην κοινωνία,την πρόοδο των γράμμάτων και των τεχνών , την υγιή έκφραση της Θεολογίας όσο και την σωστή ποιμαντική διακονία της Εκκλησίας.
Αυτά θα είναι και τα θέματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα, δηλαδή : α) η ανθρωπιστική και κοινωνική προσφορά τους και β) η αρωγή τους στην υγιή ποιμαντική διακονία της εκκλησίας
Σο πρώτο θέμα για την ανθρωπιστική και κοινωνική προσφορά τους. Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά
δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως
αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες< αλλά κάποιοι<που αποτελούν τιςπολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία< Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί
που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα<», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν<εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν<και
τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν». Τα λόγια του επιβεβαιώνονται στη σημερινή εποχή με τα στοιχεία που μας αποκαλύπτονται διαρκώς μπροστά μας….
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα
ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα
τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή
«παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση».
Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123). Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα
συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον
προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Σο δεύτερο θέμα έχει να κάνει με την αρωγή τους σε μια υγιή ποιμαντική διακονία της εκκλησίας.
Θεωρητικά, ποιμαντική είναι η φροντίδα της εκκλησίας, των ποιμένων για το λαό του Θεού, τα λογικά πρόβατα. Είναι η εξυπηρέτηση, η διακονία των πνευματικών και υλικών ακόμη αναγκών τους μέσω της προσωπικής γνωριμίας και σχέσης ,που είναι δυνατό να φθάσει μέχρι την
αυταπάρνηση και αυτοθυσία ,με κέντρο και αναφορά το Χριστό και σύνδεσή μας μαζί Του.
Αν η ζωή του ποιμένος και της Εκκλησίας δεν αληθεύει ,αν ο ποιμένας δεν έχει επαφή με τις προσωπικές του ανάγκες και ο εκκλησιαστικός λόγος αναφέρεται στη σωτηρία του ανθρώπου χωρίς να περιγράφει και
την κατάντια του, η ποιμαντική δεν έχει θεραπευτική αξία. Πως να γνωρίσει ο ποιμένας το νέο, όταν δεν γνωρίζει τον εαυτό του, δραπετεύοντας στον ψεύτικο κόσμο των ωραίων κυρηγμάτων και της
υπεραπασχόλησης, όχι για να διακονήσει αλλά για να ξεχάσει και να ξεχαστεί;
Οι τρεις σοφοί Ποιμένες θα μας συνιστούσαν με την διακριτική διακονία τους κάτι πιο σημαντικό: Να δει ο Ποιμένας το καινό της καρδιάς του και η εκκλησία την απουσία του Πνεύματος του Χριστού. Αν αποκτήσει ο Ποιμένας την γεύση του πόνου της κατάντιας του και ταπεινά παύσει να είναι έξυπνος, μειονεκτικά δυνατός, ζητώντας σιωπηλά την χάρη και παρουσία Του,θα αρχίσει να ζωντανεύει η καρδιά του. Τότε θα μπορέσει να αισθάνεται και να συναισθάνεται. Θα μπορέσει να κατανοεί τον πόνο και την ανάγκη του άλλου.
Αληθινός ποιμένας είναι ο συντετριμμένος και μη απελπιζόμενος κατά τον Μ.Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη. Έτσι μπορεί να εμπνέει τρόπους Ποιμαντικής. Είναι ο πνευματικός, που όλοι θέλουν να πλησιάσουν και
κοντά του να αναπαυθούν, είναι ο γνήσιος, ο αληθινός άνθρωπος, στο πρόσωπο του οποίου ο νέος θα βρει ελπίδες και δυνατότητες για τον εαυτό του και στον οποίο θα θέλει να παραδοθεί για καθοδήγηση. Ο
συντετριμμένος κληρικός προσπαθεί να είναι δίπλα σε κάθε άνθρωπο ως συμέτοχος του πάθους και της δυσκολίας του. Ο συντετριμμένος κληρικός είναι αυτός που μπορεί να εμπνεύσει ελπίδα, γιατί έμαθε προσωπικά πώς να διαχειρίζεται τον πόνο του χωρίς απόγνωση και έτσι διακρίνει μέσα
από την αμαρτία την αρετή, μέσα από την σκοταδισμένη καρδιά το φως, μέσα από την σκληρότητα την αγαθότητα, μέσα από την πορνεία την αγνότητα. Ο νέος θα δει στο πρόσωπο του συντετριμμένου ποιμένος και της σταυρωμένης Εκκλησίας τον τρόπο και τον χώρο όπου του αποδίδεται η τιμή και η αξία που κανένας μέχρι τώρα δεν του αναγνώρισε, από όπου θα πάρει δύναμη και θα θελήσει να ζήσει και να προχωρήσει. Η εκκλησία δεν θα είναι το δικαστήριο που θα καταδικάσει αλλά το θεραπευτήριο
όπου δεν υπάρχει ασθένεια ανίατος. Τέτοια συνείδηση είχαν οι Άγιοι τρεις Ιεράρχες.
Αν η Εκκλησία είναι πραγματικά εκκλησία του Χριστού και οι ποιμένες πατέρες, δεν θα υπάρξει ανάγκη επιχειρημάτων για να πεισθεί ο νέος αλλά τρόπος προσωπικής ανάπαυσης και καθοδήγησης.
Η Ποιμαντική δεν αφορά τον ποιμένα και το νέο σε ένα επίπεδο ατομικό, αλλά αφορά όλη την κοινότητα ,την Εκκλησία. Απαραίτητο είναι να υπάρξει η δυνατότητα κοινοτικής ζωής ως συνέχεια της ευχαριστιακής
σύναξης. Να αισθάνεται ο κάθε άνθρωπος ότι στην εκλησία καταργείται το κράτος της μοναξιάς ως συνέπεια της αμαρτίας. Η σχέση και η συνύπαρξη είναι άθλημα που μας δίνει την ευκαιρία να πλησιάσουμε τον
Θεό, αλλά και η εμπειρία του θεού είναι αληθινή αν αποτυπώνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Απαιτείται συγκατάβαση και κατανόηση για να λάβει ο άνθρωπος τη βοήθεια και τη δύναμη που έχει ανάγκη για να βρει την πορεία του. Κέντρο είναι ο άνθρωπος και όχι ο νόμος. Πολλοί νέοι είναι μακριά
από την Εκκλησία εξαιτίας μιας φαρισαϊκής και σκληρόκαρδης ποιμαντικής, που δεν έχει διάθεση για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη προκαλώντας φόβο και παγωμάρα. Υπάρχει στις μέρες μας εμμονή της
ποιμαντικής της εκκλησίας στα σωματικά αμαρτήματα ,τη στιγμή που κυριαρχούν τα πνευματικά πάθη της φιλαργυρίας ,της φιλοδοξίας και κυρίως της απουσίας αγάπης για τον Χριστό και τον άνθρωπο. Αν βρει η
Εκκλησία αυτή την αγάπη και μεταδόσει στο νέο αυτή την εμπειρία ,θα αρχίσει να βλέπει τον άνθρωπο, όχι ως αντικείμενο αλλά ως πρόσωπο.
Η ποιμαντική της Εκκκλησίας εμφορούμενη από το πνεύμα των τριών διδασκάλων εκτός από το να έχει ως αποστολή της να φτάξει νέους ηθικούς, με συνείδηση χριστιανική και πνεύμα αυτοπροσφοράς θα πρέπει να καλεί τους πάντες σεβόμενη την διαφορετικότητα των προσώπων σε μία εμπειρία ζωής και ενότητας ,όπου καταργείται η ψύχρα της ακοινωνησίας και ο θάνατος.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα του κοινοτισμού,της εν Χριστώ κοινωνίας και αγάπης όπως την εφάρμοσε ο Χριστός και οι εκφραστές του τρεις Ιεράρχες αλλά και το σύνολο των πατέρων της Εκκλησίας και Θεολογίας
εμφορούμαστε σήμερα για να μπορέσουμε να γίνουμε άξιοι εφαρμοστές
και εκφραστές της πίστης και ζωής που μας δίδαξαν.