Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει ακόμα διεξαχθεί η τρίτη και τελική ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου. Την ημέρα που θα πρωτοδημοσιευτεί το συγκεκριμένο άρθρο, θα έχουμε και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Λαμβάνοντας υπόψην τα αποτελέσματα των δύο προηγούμενων ψηφοφοριών, τολμώ να προβλέψω πως μάλλον δεν θα εκλεγεί Πρόεδρος. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου και αν δεν έχουμε κάποιο έκτακτο γεγονός εθνικής σημασίας ή κάποια θεαματική πολιτική εξέλιξη που δεν διαφάνηκε σε καμιά περίπτωση τις προηγούμενες ημέρες. Οπότε μάλλον πάμε σε πρόωρες εκλογές.
Κατά την προσωπική μου άποψη, οι επόμενες εβδομάδες και μήνες που θα έρθουν θα καθορίσουν το μέλλον της Ελλάδας για πολλά χρόνια. Είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο. Οι Έλληνες θα κληθούν να επιλέξουν τα κόμματα που θα σχηματίσουν κυβέρνηση σε ένα εξαιρετικά πολωμένο κλίμα, όπου τα πρωτόγεννη συναισθήματα και τα πάθη υπερκερνούν κατά πολύ την τυπική πολιτική κρίση και την πολιτική επιχειρηματολογία. Δυστυχώς τα πρωτόγεννη κριτήρια επιλογής στις εκλογές που θα έρθουν, είναι κατά την άποψή μου τουλάχιστον νοσηρά. Ο θυμός και ο φόβος, είναι τα δύο κυρίαρχα. Και τα δύο, είναι το ίδιο νοσηρά και διαστροφικά κριτήρια για έναν πολίτη, ώστε να εκφραστεί πολιτικά και να ψηφίσει σε εκλογές.
Αυτοί που θα ψηφίσουν με γνώμονα τον (σχεδόν δικαιολογημένο) θυμό τους, θα είναι για να τιμωρήσουν και να «στείλουν στον αγύριστο» τα κόμματα και τις πολιτικές που θεωρούν ότι κατέστρεψαν τους ίδιους και την χώρα. Κατά την άποψή μου, το συγκεκριμένο κριτήριο είναι και το πλέον επικίνδυνο. Σίγουρα είναι πολιτικά και ηθικά ορθό ένας πολίτης να αποδίδει πολιτικές ευθύνες σε κάποιον, που θεωρεί ότι δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο και στο καθήκον του. Όταν όμως έχει μόνο αυτό ως κριτήριο, τότε πρόκειται για πρωτοφανή στρουθοκαμηλισμό που δείχνει ότι αυτός ο πολίτης δεν διακατέχεται από τίποτα περισσότερο από τιμωριτική διάθεση και έκφραση του θυμού του. Οι εκλογές καθορίζουν το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας. Και η χώρα έχει συνέχεια. Όταν «τιμωρείς» τυφλά αυτόν που σε έφερε σε αυτήν την κατάσταση, χωρίς καν να αναλογίζεσαι τι πρεσβεύει, τι επαγγέλλεται και τι σκοπεύει να πράξει αυτός που θα τον αντικαταστήσει, τότε δεν συμπεριφέρεσαι ως πολίτης που αγωνιά για την πατρίδα και τους συμπολίτες του. Συμπεριφέρεσαι ως ανεξάρτητη μονάδα που επικεντρώνεται στο «εγώ» του, στο προσωπικό του αδιέξοδο και στην έκφραση της δυσφορίας του, αδιαφορώντας κραυγαλέα για το μέλλον που αφορά όλους μας. Ιδίως σε τόσο κρίσιμη περίσταση για το μέλλον της χώρας. Σε τελική ανάλυση, όταν το καράβι βουλιάζει δεν ψάχνεις κατά προτεραιότητα τον υπαίτιο του επερχόμενου ναυαγίου. Κοιτάς πώς να σώσεις το καράβι. Επίσης, σε καμιά περίπτωση δεν επιλέγεις έναν άλλον καπετάνιο που με αυτά που σου λέει, θα επιταχύνει το ναυάγιο καταλυτικά και δεδομένα.
Όσον αφορά το κριτήριο του φόβου , δυστυχώς είναι και αυτό αντίστοιχα νοσηρό. Οι Έλληνες πολίτες δεν μπορεί να δέχονται να κατατρομοκρατούνται κάθε τόσο, από αυτόν που έχει ως κύριο πολιτικό επιχείρημα το πόσο «κακός θα είναι ο επόμενος», αδιαφορώντας να αναλύσει και να δώσει εξηγήσεις για τα δικά του (ανύπαρκτα ή ανεπαρκή) πολιτικά πεπραγμένα. Επίσης, είναι τουλάχιστον πρόκληση – στα όρια της ύβρεως – κάποιος που κυβερνούσε τα τελευταία χρόνια να αναφέρει απευθυνόμενος προς τους πολίτες το πολιτικό σύνθημα «ψηφίστε με αλλιώς θα χάσετε και αυτά που σας απόμειναν (από τα υπόλοιπα που σας πήραμε…)». Κανένας δεν πρέπει να θεωρεί τους Έλληνες πολίτες ούτε πρόβατα, ούτε φοβισμένα θύματα εκβιασμού. Και κυρίως οι Έλληνες πολίτες δεν πρέπει να αποδέχονται αυτόν τον ρόλο.
Οι εκλογές θα έρθουν. Οι Έλληνες θα αποφασίσουν μεταξύ συγκεκριμένων επιλογών. Ας σκεφτούν λοιπόν συνολικά πως θα επιτελέσουν το καθήκον τους απέναντι στους ίδιους και στην πατρίδα. Σίγουρα καλώς θα εκφραστεί πολιτική αποδοκιμασία σε αυτούς που έδειξαν κραυγαλέα την ανεπάρκειά τους να βγάλουν την χώρα και την κοινωνία από την κρίση. Όπως καλώς θα εκφραστεί (όσο εκφραστεί…) και αποδοκιμασία σε αμετανόητους δημαγωγούς που με άκρατη αερολογία και λαϊκισμό, ποντάρουν αποκλειστικά στον θυμό των Ελλήνων για να εκλεγούν και να «έρθουν στα πράγματα». Λέγοντας ανεφάρμοστες «μπαρούφες», πρεσβεύοντας ακραίες πολιτικές ή μη λέγοντας τίποτα απολύτως. Κυρίως όμως πρέπει οι Έλληνες να ακούσουν ποιος έχει τα περισσότερα επιχειρήματα και πολιτικές θέσεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Να ασκήσουν μέσα στον «θυμό» και στον «φόβο» τους πολιτική θεώρηση των πραγμάτων, αναλογιζόμενοι τις πολιτικές θέσεις του κάθε κόμματος. Ακούγοντας αυτά που σκοπεύει να πράξει το ίδιο, χωρίς απλά και μονότονα να καταγγέλλει την ανεπάρκεια ή την επικινδυνότητα των πολιτικών αντιπάλων. Ομολογουμένως, δύσκολη επιλογή…
pkilintzis@gmail.com