Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Ενός ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ …
Η ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Ένα σπιτάκι σε μια φτωχογειτονιά
και μια αλάνα εκεί που παίζαμε ένα
τσούρμο από παιδιά.’
Μπροστά στο σπίτι μια καταπράσινη
βερικοκιά κι’ ο κήπος την άνοιξη γεμάτος
ευωδιά…»
Ένα εκκλησάκι ταπεινό κι ένα μικρό
Καμπαναριό, ήταν τότε για μας, ένας
κόσμος αγνός, μαγικός στο χωριό
Νοιώθαμε σαν λεύτερα πουλιά τότε που
ήμασταν παιδιά σε μια αξέχαστη φτωχική
κι’ αγαπημένη γειτονιά…
Όλα του ήταν άγνωστα σα νάταν ξένη πόλη
κοιτούσε και τα μάτια του τ΄άνοιωθε
δακρυσμένα, τίποτε δεν του θύμιζε από τα…
περασμένα…
Αναρωτιόνταν τι έγινε η γειτονιά εκείνη;
Τίποτα, μα τίποτα παλιό δεν έχει μείνει!!!
Με μια σφεντόνα κρεμασμένη στο λαιμό
ψάχναμε στα δέντρα για πουλιά όταν ανηφορίζαμε προς το
βουνό…
Σ’ εκείνη την τόσο αγαπημένη γειτονιά, τώρα όλοι έγιναν
παππούδες με χιόνια στα μαλλιά και οι παλιές γειτονοπούλες
έγιναν γιαγιάδες και νταντεύουν εγγονούλες
Ο Οδυσσέας γύρισε μια μέρα στην Ιθάκη του
μετά από χρόνια στην πλανεύτρα ξενιτιά.
Με τι λαχτάρα νοσταλγούσε να βρεθεί ξανά εκεί… σε μια
γωνιά στην αξέχαστη των παιδικών του χρόνων,
αγαπημένη γειτονιά..
Μα όσο και αν προσπάθησε τίποτε δεν γνώρισε απ’ τα παλιά
από εκείνα τα σπιτάκια τα σεμνά και καθαρά που ήταν τότε
στην παλιά τη γειτονιά .
Όλα αλλάξανε εκεί, τα σπίτια και οι δρόμοι,
όλα φαινόταν άγνωστα, ξένα… απομακρυσμένα.
Τις λίγες αυτές γραμμές τις αφιερώνω στην παλιά μου γειτονιά. Η συγκίνηση μου ήτα τόσο μεγάλη… ένοιωθα ένα καρύδι στο λαιμό και δάκρυα στα μάτια- απέφευγα να πιώ, έστω και έναν καφέ με τους γειτόνους μου. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να νοιώσει αυτό που ένοιωθα εγώ κάθε φορά που περνούσα και από το δρόμο ακόμα. Σε όλους στέλνω την αγάπη μου και εύχομαι πάντα να είναι όλοι τους καλά.
Γιώργος Τσαμαντάνης – Αδελαϊδα Αυστραλίας 2004.