Αφορμή για την εντονότερη επίκριση κατά του Χριστού λαμβάνουν αρκετοί από την περί ειρήνης διδασκαλία Του. Ο Χριστός στη θαυμαστή επί του όρους διδασκαλία Του μακάρισε τους ειρηνοποιούς, επειδή θα ονομαστούν γυιοί του Θεού! Λίγο πριν από το πάθος Του απευθυνόμενος στους μαθητές Του είπε: «Εἰρήνην τὴν ἐµὴν δίδωµι ὑµῖν». Διέστειλε κατά τρόπο σαφή την δική Του ειρήνη από την ειρήνη του κόσμου, όμως οι παντοίοι επικριτές Του στάθηκαν ανήμποροι να κατανοήσουν τη διαφορά. Και όχι μόνο δεν κατενόησαν την ειρήνη του Χριστού, αλλά παρανόησαν τον λόγο Του «Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω , αφού ήδη άναψε;». Εμφορούμενοι από πλείστα όσα ανθρώπινα πάθη, τα οποία υποδαυλίζουν τις συγκρούσεις και ρήξεις διαχρονικά, αδυνατούν να κατανοήσουν τί ακριβώς είναι η ειρήνη που μας προσφέρει ο Χριστός μέσω της σταυρικής Του θυσίας και της αναστάσεώς Του. Οι πόλεμοι, που αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα και εξακολουθούν να την αιματοκυλούν, θεωρούνται ως η μεγαλύτερη απόδειξη της παταγώδους αποτυχίας του ευαγγελικού κηρύγματος. Μάλιστα με ιδιαίτερη ικανοποίηση προβάλλονται εκείνοι οι πόλεμοι, οι οποίοι διεξήχθησαν στο όνομα του Χριστού χωρίς να προτάσσεται η λέξη δήθεν. Έχει καταστεί έμμονη ιδέα στους κύκλους της «νέας τάξης πραγμάτων» ότι για τις αιματοχυσίες ευθύνονται διαχρονικά οι θρησκείες και τα έθνη. Γι’ αυτό και στον σύγχρονο δυτικό κόσμο σφοδρή είναι η πολεμική κατ’ αυτών, προκειμένου η ανθρωπότητα να απολαύσει κάποτε μακροχρόνια ειρήνη.
Ο Χριστός σε αντίθεση με τους παντοίους φιλοσόφους, ηγεμόνες, κοινωνικούς μεταρρυθμιστές και πολιτικούς στόχευε πρωτίστως στην εσωτερική ειρήνη του προσώπου. Ελάχιστη υπήρξε η αναφορά στην κοινωνία, στην οποία, όπως δίδαξε, ο «καίσαρας» θα εξακολουθεί να επιβάλλει το δίκαιο του ισχυρού, παρά την υπόδειξή Του προς τους μαθητές ανυπέρβλητου τρόπου άσκησης της εξουσίας: Ο πρώτος να είναι υπηρέτης όλων! Όλοι μας ονειρευόμαστε μια καλύτερη κοινωνία, ελάχιστοι όμως αισθανόμαστε την οφειλή να αλλάξουμε πρώτα τον εαυτό μας. Αυτό είναι το διαχρονικό δράμα του ανθρώπου. Ο ανθρώπινος εγωισμός καλλιεργεί την αυτοδικαίωση και την επιθυμία επιβολής επί του άλλου με κριτήριο το προσωπικό «αλάθητο»! Περνώντας μάλιστα στην αντεπίθεση, επειδή μας ελέγχει ο λόγος του Χριστού, εκτοξεύουμε την κατηγορία περί ουτοπίας του κηρύγματός Του. Πώς είναι δυνατόν να επικρατήσει η πίστη, η οποία καλλιεργεί δουλόφρονες χαρακτήρες με την απαίτηση υποταγής στον πλέον φρικτό δυνάστη και την απαγόρευση χρήσης βίας; Άραγε αδυνατούν να κατανοήσουν την αντίφαση μεταξύ του ερωτήματος αυτού και της επίκρισης κατά της χριστιανικής θρησκείας, όπως θεωρούν και την αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, για αιτία θρησκευτικών πολέμων; Ασφαλώς όχι. Χρησιμοποιούν τα αντιφατικά επιχειρήματα σε διαφορετικές περιστάσεις έχοντας τον ίδιο στόχο: Να πλήξουν τον αναστημένο Χριστό και την Εκκλησία Του!
Η Εκκλησία, ως κοινωνία προσώπων, είναι απαράδεκτο να ταυτίζεται με την κοινωνία των πολιτών, ακόμη και όταν η συντριπτική πλειοψηφία αυτών είναι μέλη της. Είναι σοβαρό σφάλμα να αποκαλούνται κάποιες κοινωνίες ιστορικά ως χριστιανικές. Το ανθρώπινο δίκαιο ποτέ και σε καμιά κοινωνία δεν έχει εναρμονιστεί με το θείο δίκαιο του Χριστού. Απόδειξη περίτρανη η μη ποινικοποίηση αποφυγής πράξεως του καλού, που αποτελεί θεμελιώδες κριτήριο της μέλλουσας κρίσης. Η Εκκλησία, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση είναι νοσοκομείο των κοπιώντων και πεφορτισμένων αυτού του κόσμου. Μέσω των μυστηρίων αυτής επέρχεται η ειρήνευση του προσώπου, το οποίο συνθλίβεται υπό την επήρεια των παντοίων παθών. Και η προσβολή των παθών δεν είναι συμβάν ανάλογο προς την προσβολή του σώματος από κάποια ασθένεια, η οποία αντιμετωπίζεται εφ’ άπαξ φαρμακευτικά ή χειρουργικά. Η αντιμετώπιση των παθών είναι διαρκής, εφ’ όρου βίου. Γι’ αυτό και διαρκής είναι η ανάγκη ειρήνευσης.
Πολυπόθητο για τον άνθρωπο αγαθό η ειρήνη. Αγνοώντας όμως, κατά κανόνα, την ειρήνη του Χριστού, εύχεται αυτός υπέρ της εξωτερικής ειρήνης, της ειρήνης του κόσμου. Βέβαια υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου εύχεται και η Εκκλησία. Είναι όμως εντελώς διαφορετική η έννοια πνευματική ειρήνη από την ειρήνη, που ταυτίζεται με τη μη ύπαρξη αιματοχυσίας. Διαφορετική είναι και η πνευματική ελευθερία από την κατά κόσμο εθνική ή κοινωνική ελευθερία. Οι άνθρωποι στρέφοντας την πλάτη τους στον σωτήρα Χριστό, εναποθέτουν τις ελπίδες τους για ειρήνη σε εγκόσμιους «σωτήρες», αρκούμενοι σε μορφές ειρήνης, στις οποίες είναι καταθλιπτική η επιβολή του δικαίου του ισχυρού! Και ενώ έντονη είναι η επίκριση κατά του Χριστού, ως σπορέα ουτοπίας, ο δημαγωγικός λόγος διαχρονικά τηρεί υποταγμένες τις ανθρώπινες ψυχές με επιχειρήματα του τύπου: Έτσι είναι ο άνθρωπος, έτσι είναι οι ανθρώπινες κοινωνίες, έτσι θα πορευόμαστε, ας έχουμε τουλάχιστον ειρηνικό βίο. Και φαίνεται να μην συνειδητοποιούμε τη φρίκη από την ανυπαρξία ειρήνης εντός μας. Να μην αξιολογούμε ότι η αδιαφορία για την απόκτηση της ειρήνης, που δίνει ο Χριστός, είναι η κύρια αιτία των ποικίλων συγκρούσεων μεταξύ προσώπων, ομάδων προσώπων, κοινωνιών και εθνών. Η ευθύνη των ρήξεων δεν βαρύνει τις διαφορετικότητες στα πιστεύω ή στην εθνική υπόσταση, τις οποίες διαφορετικότητες επιχειρεί να αφανίσει η «νέα τάξη» λυσσομανώντας για την επικράτηση ανοχής έναντι άλλων διαφορετικοτήτων. Η ευθύνη βαρύνει εκείνους, οι οποίοι πολεμούν με πάθος έναν θεωρούμενο από τους ίδιους νεκρό προ δύο χιλιάδων ετών! Κανένας άλλος νεκρός δεν δέχθηκε ειρωνείες, δεν χλευάστηκε, δεν γελοιοποιήθηκε, δεν βλασφημήθηκε ανά τους αιώνες. Ο Χριστός είναι η μοναδική περίπτωση στην ιστορία! Και η εξήγηση είναι απλή: Ο Χριστός αναστήθηκε!
Η επίθεση κατά τεμένους στη Νέα Ζηλανδία από φανατικό «χριστιανό» πρέπει να βάλει, επί τέλους, σε σκέψεις τους πιστούς της Εκκλησίας. Είναι επιτρεπτό να γίνεται αποδεκτό ό,τι δηλώνει ο καθένας, ακόμη και όταν η στάση βίου έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση προς το πιστεύω, από το, οποίο, υποτίθεται, εμφορείται; Η επίθεση κατά χριστιανικού ναού στη Σρι Λάνκα οφείλεται στον θρησκευτικό φανατισμό, που καλλιεργεί το ισλάμ; Αλλά τότε γιατί εκατοντάδες εκατομμύρια μουσουλμάνων δεν εκδηλώνουν την ίδια συμπεριφορά; Αρνούμαστε, ακόμη και εμείς οι χριστιανοί, την από Θεού έμφυτη ηθική συνείδηση;
Κατευθυνόμενοι από τα μέσα ενημέρωσης προς επίρριψη ευθύνης στις θρησκείες για τη μη επικράτηση ειρήνης, αδυνατούμε να κατανοήσουμε ότι το κακό γιγαντώνεται από τα τρία κυρίαρχα πάθη: Φιλοδοξία, φιλαργυρία και φιληδονία. Και αυτοί που ενέχονται για τη μη επικράτηση ειρήνης επί της γης είναι διαχρονικά υποταγμένοι σ’ αυτά, όπως και στην εποχή μας. Και όλοι αυτοί δεν είναι πιστοί σε κάποια θρησκεία, πολύ περισσότερο δεν έχουν αποδεχθεί την Αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Είναι άνθρωποι που βιώνουν χωρίς φόβο Θεού. Και όπως έγραψε ο Ντοστογιέφσκι «Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»!
Στο μέτρο που εμμένουμε πεισματικά να περιφρονούμε τον αναστάντα άρχοντα της ειρήνης, θα βιώνουμε την κόλαση των εσωτερικών και εξωτερικών συγκρούσεων.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΗΣ»