‘-Γεια σου, Τασούλ. Χάθηκες!
-Γεια σου Κάκκο. Γεια σου Χάμπο. Τι να κάνω; Είναι ο τρύγος για. Ετοιμάζομαι για τα τσίπουρα και τα κρασιά.
-Μπράβο, Τασούλ. Το ξέρω εγώ πως είσαι προκομμένος. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ. Για να μη φαίνεται ο Τασούλς, μπλέχτηκε στα χωράφια. Αλλα δεν ήξερα πως έχεις κι αμπέλια!
-Τι να κάνω, Κάκκο; Έμπλεξα μέσα σ’ όλα. Όλα για όλα, είπα. Αλλιώς θα κάθομαι να κλαίω τη μοίρα μου.
-Καλά κανείς, Τασούλ. Προχωρά! Μη φοβάσαι. Νέος είσαι, τώρα θα δουλέψεις!
-Ναι, Χάμπο. Νέος είμαι, θα δουλέψω, θα ξεχρεώσω! Έτσι είπα κι εγώ. Κι είν’ αλήθεια αυτό που λέω, γιατί έχω πάρει κι ένα δάνειο. Γι’ αυτό και κατέβηκα Πτολεμαΐδα. Πήγα, πρωί – πρωί στην τράπεζα να πληρώσω μια δόση και μετά είπα, δεν πάω στον καφενέ να δω και την παρέα;
-Ώστε έχεις και δάνειο, Τασούλ;
-Έχω που να μην είχα. Και κάθε μήνα, ντάγκα – ντάγκα, πληρώνω τη δόση.
-Και δε με λες, Τασούλ, εσένα δε βρέθηκε στην τράπεζα κάνεις, να φιλοτημηθεί, να σε κουρέψει το δάνειό σου;
-Ποιος να το κουρέψει, Κάκκο και γιατί;
-Ξέρω γω; Να επειδής διαβάζω, στον Μαρινάκη οι τράπεζες θα κουρέψουν με την ψιλή το χρέος για να πάρει το forthnet.
-Άαα, για αυτό λες, Κάκκο…
-Έεε ναι για, Χάμπο. Αν είν’ αλήθεια αυτά που γράφουν, στο Μαρινάκη θα κουρέψουν τα χρέη οι τράπεζες που δάνεισαν μεχρι και 80%, λέει. Στο δικό μας τον Τασούλ γιατί να μη κουρέψουν το κάτι τις;
-Τι να κάνω, Κάκκο; Άλλο είν’ να σε λένε Τασούλ και άλλο είν’ να σε λένε Ευάγγελο. Εγώ πήρα ένα χωραφάκι κι αυτός θα πάρει κοτζάμ κανάλι. Άλλο το ξερικό χωράφι κι άλλο το forthnet. Ίσα κι όμοια είμαστε εγώ κι ο Μαρινάκης, Κάκκο;
-Εσύ, απ’ όσο ξέρω, Τασούλ, τα κουμάντα σου μια χαρά είναι. Και καλό όνομα έχεις και όλοι σε ξέρουμε και σ αγαπάμε! Για μένα, εσύ, πιο πολύ το διακιούσαι το κούρεμα. Αν ο Μαρινάκης δικαιούται κούρεμα, για μένα, εσύ,δικαιούσαι κόντρα ξύρισμα, δικαιούσαι!
-Καλά τα λες, Κάκκο, κι εγώ μαζί σου, αλλά σε είπε το παιδί, δεν είν’ το επιθετό του “Μαρινάκης”!
-Λένε, επειδης γύρεψε το κανάλι, θα του κόψουνε το χρέος.
-Έεε ναι. Γι’ αυτό.
-Δηλαδή, κι εμένα, Χάμπο, αν έρθει και με γυρέψει κανείς την κόρη μου τη Διαλεχτή, θα να ‘ρθεί η τράπεζα να με κουρέψει εκείνο το ρημάδι το στεγαστικό που το ξεχρώνω είκοσι οκτώ χρόνια τώρα τσίκι – τσίκι και δε λέει να τελειώσει. Κι όλο χρωστάω.
-Έεε, όχι δα!
-Γιατί; Άμα είναι επειδης κάποιος, γυρεύει κάτι, να του κόβουν τα χρέη, τότε, ορίστε, να κόψουν και το δικό μου το χρέος. Να ‘ρθει η τράπεζα, λέει, και να μου πει: “Κάκκο, ξέρεις κάτι, τα χρέη σου παραγράφονται”, να με πει η τράπεζα. Να με πει: “Άντε, δώσε τη Διαλεχτή στο γαμπρό και για το χρέος μη σε μέλλει. Μόνο καλούς απογόνους”!