Η “εξπρές απολιγνιτοποίηση” που θέλει να πετύχει η κυβέρνηση, δεν μπορεί να προχωρήσει στις παρούσες συνθήκες. Ποια προβλήματα θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Σε όλο τον κόσμο, οι οικονομικοί αναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον παροξυσμό στις τιμές των καυσίμων και τις συνακόλουθες αυξήσεις σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα, έχουν και μια φαρμακερή κουβέντα να πουν για τους φιλόδοξους χρονικούς στόχους από-ανθρακοποίησης που έχουν θέσει οι κυβερνήσεις.
Με τον όρο αυτό εννοούμε την χρονιά στην οποία κάθε δραστηριότητα παραγωγής ενέργειας που βασίζεται στην παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα σταματά και δίνει την θέση της σε μη-ρυπογόνες τεχνολογίες. Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: Εάν μεν έχει τεθεί μια ημερομηνία-στόχος που απέχει σημαντικά από το σήμερα, η απόσυρση ρυπογόνων μονάδων μπορεί να γίνεται σταδιακά και το κόστος όσων υπολείπονται είναι διαχειρίσιμο και απορροφάται στα διάφορα στάδια της παραγωγής. Αντίθετα, εάν ο στόχος απεξάρτησης είναι χρονικά πολύ πιεστικός, τότε ενδέχεται οι μη-ρυπογόνες μονάδες να μην έχουν ακόμη ξεκινήσει και όσες είναι παλαιάς τεχνολογίας να κοστίζουν πολύ να λειτουργούν.
Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι πιο πιθανό να παρατηρηθεί στην πράξη: Η μετάβαση από λιγνιτικές σε μη-λιγνιτικές τεχνολογίες προϋποθέτει έναν γιγάντιο μετασχηματισμό με νέες επενδύσεις, νέες γνώσεις και ειδικεύσεις και κατά πάσα πιθανότητα ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό που θα αναλάβει να τις «τρέξει». Άρα υπάρχει σημαντική πιθανότητα να μην έχει προλάβει να ολοκληρωθεί η μετάβαση, ενώ η οικονομία θα πρέπει να εισέλθει στην περίοδο των χαμηλών εκπομπών διοξειδίου και κατά συνέπεια των χαμηλών δικαιωμάτων ρυπογόνου παραγωγής. Για να αποκτήσει μεγαλύτερη άδεια θα πρέπει να αγοράσει νέα δικαιώματα και οι υψηλές τιμές των μελλοντικών παραδόσεων (futures) εκτοξεύουν και τις σημερινές. Σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση που προέκυψε μετά την πανδημία, το αποτέλεσμα στις τιμές είναι έντονα ανοδικό και το βλέπουμε όλοι αφενός στους λογαριασμούς καυσίμων και αφετέρου στα τιμολόγια των σούπερ-μάρκετ για τα υπόλοιπα προϊόντα.
Η σύντομη αυτή ανάλυση δείχνει ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές καυσίμων και προϊόντων θα μπορούσαν να μετριαστούν αισθητά αν χαλάρωναν οι χρονικοί στόχοι της μετα-λιγνιτικής μετάβασης και γινόταν πιο ρεαλιστικοί. Υπάρχει φόβος όμως ότι μια τέτοια απόφαση θα εκληφθεί ως υπαναχώρηση στο «λόμπυ του άνθρακα» και σήμερα πολλές κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να αποφύγουν αυτό το στίγμα για λόγους «πολιτικής ορθότητας». Έτσι καταδικάζονται σε ένα ρόλο θεατή ή άβουλες περιμένουν από τις Κεντρικές Τράπεζες να ανασχέσουν τον πληθωρισμό ανεβάζοντας τα επιτόκια, δηλαδή καταπνίγοντας την ανάπτυξη. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι μέντιουμ για να προβλέψει ότι θα περάσουμε ένα χειμώνα με τις κυβερνήσεις ανήμπορες απέναντι στο σπιράλ του πληθωρισμού που κατατρώγει την αγοραστική αξία των μισθωτών και εξ αυτού του λόγου θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον.
Ας δούμε πως τα προβλήματα αυτά εκδηλώνονται στην Ελλάδα και τι μας επιφυλάσσουν στο άμεσο μέλλον. Αν και στην μακρινή προοπτική, όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες θα υποστούν μια ανάλογη μετάβαση, σήμερα η προτεραιότητα συρρίκνωσης δίνεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη που προκαλεί και τις περισσότερες ατμοσφαιρικές επιβαρύνσεις. Καθώς ο λιγνίτης αποτελούσε πάντα ένα βασικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, ο στόχος απολιγνιτοποίησης είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την επάρκεια και την αδιάκοπη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για την ετοιμότητα της ελληνικής οικονομίας να υποδεχθεί και να διαχειριστεί τις απαιτούμενες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Για τον ίδιο λόγο, το πιο σημαντικό χρονικό όριο είναι της λεγόμενης απολιγνιτοποίησης. Και εδώ ακριβώς αρχίζουν τα ελληνικά παράξενα.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα της στενότητας ΑΠΕ θα παρουστεί πιο οξυμμένο από ότι σε άλλες οικονομίες γιατί η κυβέρνηση έχει σπεύσει να ανακοινώσει την πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2030, την στιγμή που άλλες πολύ πιο προηγμένες τεχνολογικά χώρες έχουν θέσει τον στόχο αρκετά μακρύτερα μέχρι το 2040. Μία εμβληματική τέτοια χώρα είναι η Γερμανία, η οποία μάλιστα έχει περίπου την ίδια αναλογία λιγνίτη στο μείγμα ενεργειακών καυσίμων και λογικά θα έπρεπε να τρέχει την απολιγνιτοποίηση πολύ γρηγορότερα από εμάς. Αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι ο στόχος της εξπρές απολιγνιτοποίησης στην Ελλάδα είχε ήδη ληφθεί αμέσως μετά την εκλογή της νέας κυβέρνησης το 2019, πολύ πριν εμφανιστούν τα Ταμεία Ανάκαμψης στον ευρωπαϊκό ορίζοντα.
Αρκετοί αναλυτές τότε (μεταξύ των οποίων και ο γράφων) είχαν επισημάνει τα ασυνήθιστα στενά χρονικά περιθώρια για την αποξήλωση των λιγνιτικών μονάδων και την εγκατάσταση ΑΠΕ, αμφιβάλλοντας για την δυνατότητα έγκαιρης προσέλκυσης και εγκατάστασης του συνόλου των απαιτούμενων επενδύσεων. Εναλλακτικά είχαν προτείνει πιο ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα, τα οποία έδιναν την δυνατότητα και στο εγχώριο κατασκευαστικό δυναμικό να ανασυνταχθεί και να συνεισφέρει στις νέες επενδύσεις, αποφεύγοντας έτσι μία ραγδαία χειροτέρευση του ισοζυγίου που θα προκαλούσαν οι αθρόες εισαγωγές των ΑΠΕ από το εξωτερικό, όπως συνήθως γίνεται μέχρι σήμερα.
Η έγκριση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σαφές ότι βοηθά να ξεπεραστεί το πρόβλημα μαζικής χρηματοδότησης των ΑΠΕ με τα κονδύλια που διαθέτει για την αγορά και εγκατάσταση τους. Δεν απαντά όμως καθόλου στο πρόβλημα συμμετοχής ελληνικών επιχειρήσεων στην κατασκευή και εγκατάσταση τους και κατά συνέπεια το εξωτερικό Ισοζύγιο θα διευρυνθεί επικίνδυνα ακριβώς επειδή πραγματοποιεί την πράσινη μετάβαση με γρήγορους ρυθμούς. Είναι όμως αμφίβολο και εάν στον σύντομο αυτό χρόνο θα προλάβουν οι νέες επενδύσεις να αντικαταστήσουν λειτουργικά τις λιγνιτικές ως οι νέοι πάροχοι της ηλεκτρικής ενέργειας.
Για αυτό καλό θα είναι οι στόχοι απολιγνιτοποίησης να επανεξεταστούν και να διαμορφωθούν σε ένα πλαίσιο ρεαλιστικής κάλυψης των αναγκών χωρίς παράτολμες υποθέσεις και ακροβασίες για την πλήρη επιτυχία του στόχου σε λίγα μόνο χρόνια. Χρειάζεται μια εύλογη επέκταση των στόχων ώστε όλα να προλάβουν να γίνουν σωστά, ολοκληρωμένα και προπάντων με εθνική συμετοχή. Η επέκταση μιας πενταετίας θα ήταν απολύτως ενδεδειγμένη και σε τίποτα δεν θα μείωνε την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να απαλλαγεί από τα ξεπερασμένα καύσιμα.
Αντιθέτως, αν η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας πιστέψει ότι οι στόχοι καθαρής ενέργειας είναι άπιαστοι στις ημερομηνίες που έχει ορίσει τόσο βιαστικά η κυβέρνηση, τότε άπιαστοι θα γίνουν και οι στόχοι της για συγκράτηση των τιμών για αυτόν και αρκετούς από τους επόμενους χειμώνες.
Πηγή: https://www.news247.gr/