‘-Γεια ζου, Γιώργο. Τι λέει; Αδειούχος;
-Ναι, Γιάννε. Είμαι σε άδεια απόλυσης. Απολύομαι με το καλό όπου να ‘ναι και μετά συνεχίζω με το Πολυτεχνείο.
-Να συνεχίσεις, Γιώργο. Και φυσικά να συνεχίσεις. Να πάρεις το πτυχίο σου με το καλό και να μη σε μέλει. Κάτι θα γίνει μετά. Εγώ, στο είπα κι άλλοτε, πιστεύω πολύ στις ικανότητές σου.
-Να ‘σαι καλά, Γιάννε. Κάτι θα γίνει. Ετσι λεω κι εγώ. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά.
-Ακριβως, Γιώργο. Μπροστά. Πάντα μπροστά. Δεν έχει αξία να κοιτάς πίσω.
-Έεε ναι, Γιάννε. Καλά τα λες εσύ. Το ξέρω, εξάλλου, πως είσαι μοντέρνος άνθρωπος κι ας είσαι εξήντα φεύγα. Στο μυαλό βάζεις κάτω και τριαντάρηδες ακόμα. Κι αυτό γιατί έχεις ανοιχτό μυαλό. Δεν κολλάς στα παλιά… στα στερεότυπα.
-Έεε ας πούμε έτσι, Γιώργο. Ας πούμε πως είν’ αλήθεια αυτό που λες. Πολύ θα το ‘θελα, να ξέρεις, να είν’ αλήθεια.
-Μα και βέβαια είν’ αλήθεια, Γιάννε. Το παρελθόν είν’ ωραίο για να λες ιστορίες…μασλάτια που θα ‘ λέγε κι ο Κάκκος.
-Άαα μπράβο. Μασλάτια. Για τα βράδια είν’ καλά. Για το παρακάθ που λέμε οι Πόντιοι. Να λες: “θυμάσαι, Γιώργο, τότε που…”;
-Έεε ναι. Σημασία έχει να κοιτάς μπροστά, Γιάννε. Να είσαι πάντα ανοικτός. Να είσαι νέος. -Βλέπω κάποιους, Γιάννε…
-Γέρους;
-Όχι. Όχι! Εικοσιπεντάρηδες και τριαντάρηδες, βλέπω, τόσο κολλημένους!
-Σοβαρά; Τόσο νέα παιδιά;
-Θα φέρω καφέ, Γιώργο;
-Ναι, Πετράκη, μέτριο.
-Ξέρω Γιώργο…
-Σε μένα, Πετράκη. Έτσι;
-Αμάν βρε, Γιάννε είσαι…που να μην είσαι, τώρα. Όλα σου καλά, το μόνο κόλλημά σου που θες, πάντα, να μου κερνάς τον καφέ.
-Είπαμε, Γιώργο, φαντάρος είσαι ακόμα. Και φοιτητής. Σειρά μου είν’ να σε κερνάω. Εσύ…αργότερα.
-Έεε τώρα πες μου αυτό δεν είναι κόλλημα; Δηλαδή, πως εγώ δεν μπορώ να πληρώσω τον καφέ μου επειδή είμαι φαντάρος.
-Έεε…ας έχω κι εγώ ένα….
-Τι; Δε σ’ αρέσει η λέξη κόλλημα;
-Όχι. Δεν είν’ αυτό.
-Έεε, τότε τι είν’ βρε, Γιάννε;
-Αλλο θυμήθηκα ξαφνικά. Θυμήθηκα που, κάποτε, έτσι πάνω σ’ ένα τέτοιο θέμα, ένας παλιός φίλος, μιλούσαμε και τότε για…κολλήματα…μόνο που, τότε, δεν τα λέγαμε κολλήματα.
-Και πως τα λέγατε, Γιάννε;
-Τα λέγαμε, εμμονές.
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, του λέω εγώ, τότε, πριν από, μπορεί και τριάντα χρόνια: “μα δεν μπορώ να καταλάβω αυτή την εμμονή σου, σ’ αυτό το ζήτημα αφού”, του λέω, “κι εσύ καταλαβαίνεις, πως είναι μια εμμονή. Γιατί επιμένεις, έτσι, αμέτι μουχαμπέτι”;
-Σωστά του είπες, Γιάννε.
-Του είπα: “Τι πράγμα άνθρωπος είσαι πια”. Και μου λεει, τότε, κι αυτός: “Ακριβώς, Γιάννε. Γι’ αυτό επιμένω. Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τις εμμονές του”;