Πριν λίγες μέρες, ο σοφός λαός, όπως ξέρει συστηματικά να κατεβάζει την ποιότητα τις τελευταίες δεκαετίες, διάλεξε – για στις θέσεις που κάθονταν παλιότερα πνευματικές μορφές, φιλόσοφοι, συγγραφείς, ανώτατοι αξιωματικοί – ότι χειρότερο έχει αυτή η χώρα: δηλωμένους απάτριδες, αγράμματους γελωτοποιούς, πολέμιους της Ορθοδοξίας και γενικότερα ότι στρέφεται εναντίον των αξιών του. Σεβαστή καθ’ όλα η άποψη της πλειοψηφίας, ακόμη και ως ψήφος μιας δίκαιης αντίδρασης, αλλά θα μας επιτρέψουν να έχουμε κρίση και μνήμη. Αντίθετα με τους όψιμους κριτές των τάχα πατριωτικών διαπραγματευτικών κινήσεων.
Προχθές, μπροστά στα βλέμματα όλου του πλανήτη, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Χώρας, αυτός που βροντόφωνα -και δικαίως- κατέκρινε τον ΓΑΠ ότι βόλταρε ανά την υφήλιο αναφωνώντας πως η Ελλάδα είναι μια διαφθαρμένη και διαπλεκόμενη Χώρα, είπε ακριβώς τα ίδια από την Ιταλία.
Αν αυτό είναι Πατριωτισμός, θα πρέπει να ξαναγραφούν όλα τα αντίστοιχα εγχειρίδια και ο Μπαμπινιώτης να τροποποιήσει το λεξικό του. Αν νομίζουν ότι έτσι, μέσω του μηδενισμού και την απαξίωσης, θα πετύχουν περισσότερα, κάνουν μεγάλο λάθος. Αλλά και πιο βαθειά: αν αυτό δεν είναι έλλειψη αυτογνωσίας, ασχετοσύνη ως προς τις δυνατότητες της Χώρας και την γεωστρατηγική της θέση, αν αυτό δεν είναι ηττοπάθεια, κλάψα και πρόσχημα επαιτείας, τότε τι είναι;
Το πιο καλό είναι ότι ο Τσίπρας έγινε Πρωθυπουργός από τους ίδιους ψηφοφόρους που είχε γίνει και ο ΓΑΠ. Είναι αυτοί που για κάποιο λόγο δεν τους αρέσει το διαχρονικό και πάντα ψάχνουν ένα πρόσχημα για την «προοδευτική αλλαγή»-στην πραγματικότητα «για τη νομή της εξουσίας», τη μια θα είναι η «πράσινη ανάπτυξη», την άλλη η «λιτότητα» και πάει λέγοντας: «για κάθε ένα επιχείρημα υπάρχει κι ένα αντεπιχείρημα» που έλεγε και ο δάσκαλος.
Πάντως, όσα λάθη και αν έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες, λίγες ήταν οι φορές που οι ηγέτες μας μίλησαν τόσο απαξιωτικά για την Πατρίδα τους και λίγοι προσπάθησαν -έστω άθελα τους- ν’ αλλάξουν την πανάρχαια αξιολογία του ελληνισμού: Πρώτα η Πατρίδα, μετά η Θρησκεία, μετά η Οικογένεια και τελευταία η οικονομία. Κι όσοι απ’ αυτούς το προσπάθησαν, έστω κι αν τους ξέφυγε διαλεκτικά, είχαν άδοξο πολιτικό τέλος. Οψόμεθα..