Κάθε φορά που κόβω μια ντομάτα , την θυμάμαι … Το τελευταίο βράδυ της στο χωριό , να χορεύει στην πλατεία του χωριού , φορώντας το άσπρο της νυχτικό , με την πλεξούδα της στους ώμους , να κοιτάζει τ’άστρα και τη βροχή να πέφτει στο πρόσωπο της … ήταν τόσο ευτυχισμένη …
Την Μαρίκα την γνώρισα , μικρός ακόμα , στο χωριό , μια γιαγιά με νυχτικό και με παντόφλες με πλησίασε και μου δώσε μια ντομάτα …
ΜΑΡΙΚΑ : Έλα πουλοπομ , έλα να χορεύψουμε …
Και ξεκίνησε να χορεύει , την κοίταξα έχοντας τα χαμένα και άρχισα να γελάω …
Η Μαρίκα η παλαλη , όπως την φώναζαν , μοίραζε συχνά πυκνά τις ντομάτες της , έριχνε αρκετά πυκνά τα τσιφτετέλια της , έβριζε τους περαστικούς έξω από το σπίτι της , φορώντας πάντα εκείνο το άσπρο της νυχτικό …
Ένα πρωινό πήγε στης Παρεσσα χαράματα , την ξύπνησε , την σήκωσε από το κρεβάτι , έβαλαν ποντιακά και χόρευαν τικ , στις 6 το πρωί …
Ένα βράδυ άρχισε να πετάει τις ντομάτες της σε όποιον περνούσε από εξω από το σπίτι …
ΜΑΡΙΚΑ : Δεβαχαθ απ’ αδακα , χαμένε , δεν θα μου το πάρετε μωρέ …
Έναν χειμώνα , έφτιαξε χιονάνθρωπο , στην αυλή του σχολείου για τα παιδιά του χωριού , ξυπόλητη , φορώντας μονάχα το άσπρο της νυχτικό …
Η Μαρίκα , η παλάλη , όπως την φώναζαν , ήταν μια γιαγιά , γύρω στα ογδόντα που έπασχε από αλτσχαιμερ , που το μυαλό της είχε σταματήσει … Στο πανηγύρι του χωρίου την δεκαετία του 60 , πόσο πολύ είχε χορέψει σε εκείνο το πανηγύρι … Το πρωί πήγε στο κήπο να μαζέψει ντομάτες και κρεμμυδάκι φρέσκο για να κάνει σαλάτα για τον Κωστάκη της που έπαιζε στην γειτονιά … Έξω από την αυλή της , πέρασε ένα κάρο , το άλογο τρόμαξε από ένα φύδι και το κάρο έπεσε πάνω στα παιδιά που έπαιζαν μήλα … Έπεσαν οι ντομάτες από τα χέρια της και τα δάκρυα βροχή στο πρόσωπο της , όπως εκείνο το βράδυ , το τελευταίο στο χωριό , πριν την πάνε στο τρελοκομείο …
ΑΓΓΟΥΡΟΝΤΟΜΑΤΑ
- 1 ντομάτα
- 1 αγγουράκι
- 1 κρεμμυδάκι φρέσκο
Γνήσια και ελληνική , η αγγουροντομάτα … Κόβουμε την ντομάτα , το αγγουράκι σε ροδέλες και το κρεμμυδάκι και έχουμε την πιο δροσερή σαλάτα του καλοκαιριού .
Καλή σας Όρεξη …