Πλησίαζε πρωτοχρονιά , τέτοιες μέρες πάντα κατέφθανε από την Αθήνα η “θείτσα“ , όπως την φώναζε ο παππούς ο Γιώργος , δηλαδή η θεία Eυταλία , θεία της γιαγιάς , η μόνη που ζούσε ακόμα και η οποία πάρα την ηλικία της καλοκρατιόταν …
Έτσι λοιπόν η θεία Ευταλία περνούσε πάντα την πρωτοχρονιά μαζί μας , αν και είχε δύο κόρες , προτιμούσε να τις περνάει με την γιαγιά , γιατί της θύμιζε την αδελφή της που την είχε πολύ αδυναμία , όπως έλεγε …
Η “θείτσα“ δεν ήταν εύκολος άνθρωπος , ήταν μονίμως μέσα στην γκρίνια , σχολίαζε τα πάντα και είχε πάντα να πει μια “καλή” κουβέντα …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Πολύ εργατικός ο Γιώργος , Ανήκα, μπράβο … μου θυμίζει έναν εργάτη που είχαμε στο κτήμα …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Αχ , καλέ τι όμορφο κορίτσι είναι αυτό … και το τρώει όλο το φαί του … σαν μοσχαράκι γάλακτος είναι …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Καλά Ανήκα μου , το μπάνιο τελειώς γυμνό το έχεις ; ένα σεμεδάκι , έστω ένα καρέ, βρε πουλάκι μου πως δεν έβαλες στην μπανιέρα …
Ήταν υστερική με την καθαριότητα και γι αυτό είχε πάντα μαντιλάκια οινοπνεύματος πάνω της , κοιτούσε για να δει αν υπάρχει σκόνη στα έπιπλα ακόμα και κάτω από το καρέ … Πάντα είχε δίκιο , ήξερε τα πάντα και ήθελε να γίνεται πάντα το δικό της … κάτι που η γιαγιά μου της άφηνε το περιθώριο να κάνει …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Την κυριακή Ανήκα θα πάμε εκκλησία και θα βάλεις το κόκκινο το φόρεμα , να φωτίσει λίγο το προσωπάκι σου …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Α όλα κι όλα , την έκοψα εγώ τι είναι , εμένα δεν μου ξεφεύγει τίποτα … δεν είναι καλός άνθρωπος … να ξεκόψεις …
ΕΥΤΑΛΙΑ : Εμένα πάντα όλες οι φίλες μου με ζηλεύανε και όχι άδικα … γι αυτό για να μην με ματιάζουνε , κάθε πρωί , λέω τρεις φορές το πάτερ υμών …
ΒΙΚΤΩΡΙΑ : Στην τσάντα σου μπάντα να κουβαλάς ένα βρακί και ένα ρολό χαρτί υγείας και φυσικά μαντιλάκια οινοπνεύματος … δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται …
Η “θείτσα“ ήταν επίσης ψηλομύτα …
ΒΙΚΤΩΡΙΑ : Τραπέζι το λες αυτό , που να δεις , στο σπίτι το δικό μου τραπεζαρία δέκα μέτρα … μασίφ ξύλο όχι ότι κι ότι …
ΒΙΚΤΩΡΙΑ : Εμένα η κόρη μου πρώτη πέρασε στην Νοσηλευτική , την ζητούσαν και άλα πανεπιστήμια αλλά αυτή εκεί …
Την ημέρα της πρωτοχρονιά μας έφτιαχνε γλυκό , μας έδιωχνε όλους από την κουζίνα για να μην δούμε τι βάζει … η αλήθεια ήταν ότι ήταν από τα ωραιότερα γλυκά που έχω φάει στην ζωή μου … η γιαγιά της είχε ζητήσει την συνταγή …
ΒΙΚΤΩΡΙΑ : Μόνο όταν πεθάνω , μόνο τότε… ξέρεις πόσοι μου την ζητάνε … είναι ότι πολυτιμότερο έχω …
Όταν πέθανε , φοιτητής εγώ τότε κατέβηκα με την γιαγιά στην Αθήνα … Την βρήκαν μετά από τρεις μέρες μιας και οι κόρες της δεν πήγαιναν συχνά να την δουν … Η γιαγιά έντρομη είδε ότι το σπίτι της “θείτσας” δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή γκαρσονιέρα και αυτή ήταν νοικιασμένη… Δεν ξέρω πως αυτή η μικρή γκαρσονιέρα γέμισε τόσα μεγάλα ψέματα και τόση μεγάλη μοναξιά …
Στην διαθήκη της η θεία Ευταλία μην έχοντας να αφήσει τίποτα άλλο , άφησε στην γιαγιά την μυστική της συνταγή , που και αυτή δεν ήταν παρά ένα έξυπνο αμπαλάρισμα ….
ΓΛΥΚΟ ΤΗΣ ΕΥΤΑΛΙΑΣ
• 3 συσκευασίες πεντηφούρ
• 1 ζαχαρούχο
• 250 ml.κρέμα γάλακτος
Θρυμματίζουμε τα πεντηφούρ .Χτυπάμε την κρέμα γάλακτος προσθέτουμε το ζαχαρούχο και τα πεντηφούρ , συνεχίσουμε να χτυπάμε μέχρι να γίνουν ένα σώμα , το καλουπώνουμε και το βάζουμε στην κατάψυξη .
Καλή σας όρεξη