Οι αρχαίοι Έλληνες για να εξηγήσουν το ακουστικό φαινόμενο, της ανάκλασης του ήχου, δημιούργησαν έναν μύθο αυτόν της Ηχούς!
Ήταν λοιπόν μια Νύμφη η Ηχώ, που κατοικούσε στα βουνά, είχε υπέροχη φωνή και σε μια περιπλάνησή της στα δάση, είδε και ερωτεύτηκε το Νάρκισσο. Προσπάθησε να τον σαγηνέψει με την ομορφιά της, αλλά εκείνος ήταν απορροφημένος από τη δική του ομορφιά. Χρησιμοποίησε τότε τη φωνή της, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Η Ηχώ μετά από την απόρριψη του έρωτα της, έπεσε σε βαθιά θλίψη, κρύφτηκε στα δάση και σιγά-σιγά η φυσική της υπόσταση εξαφανίστηκε, έμεινε μόνο η φωνή της, που ακούγεται ως επανάληψη λέξεων άλλων.
Βασιζόμενος σ΄ αυτόν τον μύθο ο Νότης Περγιάλης έγραψε ένα θεατρικό με τίτλο «Ηχώ και Νάρκισσος».
Το 1952 σε σκηνοθεσία του Μήτσου Λυγίζου, «ανέβηκε» η παράσταση ραδιοφωνικά με πρωταγωνιστές την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν.
Σε αυτό λοιπόν το έργο υπάρχει ένας καταπληκτικός διάλογος της Ηχούς και του Νάρκισσου.
Ο Περγιαλής μετατρέπει τον περιορισμό των λέξεων ,που μπορεί να εκφέρει η Ηχώ, σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Χρησιμοποιεί την ανάκλαση των λέξεων, για να πει κάτι καινούργιο, κάνει διάλογο και εξομολογείται τον έρωτα της, χρησιμοποιώντας τις φράσεις που έχει ήδη πει ο Νάρκισσος.
Κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο όμορφη και περίτεχνη ερωτική εξομολόγηση της λογοτεχνίας, ίσως βέβαια επηρεάστηκα και από την απόδοση και την ερμηνεία των δυο κορυφαίων ηθοποιών, που με έκαναν να αναζητήσω όλο το κείμενο. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας περιγράψω τον λυγμό της Λαμπέτη ούτε την άψογη απόδοση του φιλάρεσκου Νάρκισσου από τον Χόρν , αναζητήστε το ηχητικό στο διαδίκτυο θα καταλάβετε τι εννοώ.
Κάποια στιγμή λοιπόν η Ηχώ βρίσκει το θάρρος και πάει να μιλήσει στον «Νάρκισσο»
– Μα ποια είσαι;
– Ποιος είσαι;…
– Με λένε Νάρκισσο. Νάρκισσο Μοναχό.
– Κι εμένα Ηχώ…
– Είσ’ όμορφη;
– Όμορφη…
– Ήθελα να δω τα μάτια σου.
– Αχ τα μάτια σου…
– Τα χείλια σου.
– Αχ τα χείλια σου…
– Πώς το πες τ’ όνομά σου;
– Τ’ όνομά σου…
– Είπα Νάρκισσος.
– Α, Νάρκισσος…
– Δεν είναι και τόσο όμορφο όνομα.
– Αχ, όμορφο όνομα…
– Λίγο φτωχό.
– Εμένα Ηχώ…
– Θέλω να σε ρωτήσω. Ηχώ. αν περνάει η στράτα εδώθε.
– Εδώθε…
– και πού θα φτάσω αν την πάρω απ’ εδώ να;
– Πουθενά…
– Πουθενά;
– Πουθενά…
– Παράξενο. Τρεις μέρες περπατάω και τώρα εσύ μου λες πως σταματάει η στράτα και πως άλλο δεν μπορώ να πάω;
– Εγώ σ’ αγαπάω…
– Είπες μ’ αγαπάς;
– Μ’ αγαπάς;…
– Δεν είπα τέτοιο πράγμα εγώ.
– Το πα εγώ!…
– Και που με ξέρεις; Εγώ δε σε ξέρω.
– Εγώ σε ξέρω!…
– Εγώ σε ξέρω μοναχά απ’ τη φωνή σου.
– Άκουσα στα λαγκάδια τη φωνή σου…
– Χθες το βράδυ τραγούδησα μακρυά στις φτέρες.
– Σ’ άκουσα στις φτέρες…
– Είμαι πολύ λυπημένος.
– Λυπημένος;…
– Θέλω να βρω κάτι που να τ’ αγαπάω.
– Εγώ το βρήκα… σ’ αγαπάω…
– Κανείς δεν νοιώθει μέσα μου τι νοιώθω.
– Εγώ σε νοιώθω…
– Ό,τι αγάπησα ως τώρα, το παράτησα. Το πιστεύεις; Κράτησε τόσο λίγο. Τόσο λίγο!
– Τόσο λίγο…
– Έχω ένα μικρό δαίμονα μέσα μου που τα γκρεμίζει όλα, σε μια στιγμή. Ό,τι αγαπάω φτερουγίζει και φεύγει. Ό,τι αγγίζω χάνεται. Γι’ αυτό τραγουδάω τη νύχτα…
– Σ’ άκουσα τη νύχτα…
– …θλιμμένα..
– Αχ! Να τραγούδαγες για μένα…
– Γι’ αυτό περπατάω τη μέρα, μέχρι να λυθούν τα γόνατά μου και να πέσω καταγής.
– Αχ! Να σ’ αγκάλιαζα στη Γης…
– Η πρώτη μου αγάπη ήταν ένα πουλί. Μα σαν έμαθα το τραγούδι του, το βαρέθηκα. Ύστερα αγάπησα μιαν όμορφη που η ομορφιά της μάραινε τα λουλούδια. Μα σαν έγινε δικιά μου, τη βαρέθηκα. Έπειτα αγάπησα τα όμορφα λόγια, τα νυχτιάτικα τραγούδια και τις κρυφές σκέψεις. Μα κι εκείνα γρήγορα τα βαρέθηκα. Πέρασα πάνω απ’ όλα, καλπάζοντας σαν να ήμουνα καβάλα πάνω σ’ ένα μανιασμένο άσπρο άλογο που όλο έτρεχε και πουθενά δε στεκόταν, να πάρω λίγη ανάσα και να βρω λίγη χαρά!
– Δεν υπάρχει χαρά…
– Αλίμονο, αν δεν υπάρχει χαρά για μένα…
– Ούτε για μένα…
– Γιατί όταν γελάω γελάς και όταν κλαίω κλαις;
– Πονάω όταν κλαις….
– Παράξενα εσύ συμπονάς τον ξένο πόνο.
– Πες μου τι χρώμα έχουν τα μάτια σου και τα μαλλιά σου;
– Σαν τα δικά σου…
– Κι η φωνή σου;
– Σαν τη δική σου…
Ο νάρκισσος αγαπώντας τόσο πολύ τον εαυτό του, είναι ανίκανος να δει την αγάπη της Ηχούς και δεν μπορεί να βρει χαρά πουθενά. Γιατί όταν κάποιος αγαπά υπέρμετρα τον εαυτό του δεν έχει «χώρο» για να αγαπήσει και να αγαπηθεί από κάποιον άλλο.
Τι είναι ο έρωτας λοιπόν ; Τι είναι η αγάπη;
Να βρεις έναν άνθρωπο, που να μπορεί να αντανακλά, την ομορφιά και το καλό που έχεις μέσα σου.