Η βεντέτα που συγκλόνισε τα Βορίζια της Κρήτης την 1η Νοεμβρίου 2025, με τρεις νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, ανέδειξε την ανθεκτικότητα της συλλογικής μνήμης του μίσους. Δύο οικογένειες, εγκλωβισμένες σε χρόνια σύγκρουση, μετέτρεψαν την απώλεια σε αλυσίδα βίας και τον φόβο σε τελετουργία τιμής. Η βία λειτούργησε ως μηχανισμός κοινωνικής ταύτισης, επιβεβαιώνοντας τη συνοχή της ομάδας μέσα από την καταστροφή του Άλλου. Το γεγονός ότι ανάμεσα στα θύματα υπήρχαν γυναίκες και παιδιά φανερώνει το βάθος της ψυχοκοινωνικής απορρύθμισης που προκαλεί η διαγενεακή μετάδοση του τραύματος.
Στην κοινωνική ψυχολογία, η βεντέτα συνιστά επαναλαμβανόμενο μηχανισμό συλλογικής ανταπόδοσης, ο οποίος αντλεί ισχύ από τη δυναμική της ομάδας και τη συμβολική αξία της τιμής (Tajfel & Turner, 1979). Η ταυτότητα του ατόμου συγκροτείται μέσα από την ένταξή του στο πλαίσιο της ομάδας και καθορίζεται από τις σχέσεις ισχύος που τη διαμορφώνουν. Η πράξη εκδίκησης λειτουργεί ως μέσο αποκατάστασης μιας ψυχικής και κοινωνικής ανισορροπίας, ενισχύοντας τη συνοχή της κοινότητας μέσω της αναπαραγωγής της εχθρότητας. Κάθε απώλεια ενεργοποιεί το αρχέτυπο της αδικίας και συντηρεί τον κύκλο του μίσους, όπου ο Άλλος δεν βιώνεται ως πρόσωπο αλλά ως συμβολικός φορέας απειλής, επί του οποίου προβάλλεται η ανάγκη για επανόρθωση και κυριαρχία.
Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, η βεντέτα μπορεί να κατανοηθεί ως αποτυχία της διεργασίας του πένθους και ως ψυχική παλινδρόμηση προς τη μελαγχολία. Ο Freud (1917/1957) περιέγραψε το πένθος ως διαδικασία απεμπλοκής της ψυχικής ενέργειας από το χαμένο αντικείμενο, επιτρέποντας στο Εγώ να αποδεσμευθεί και να στραφεί εκ νέου προς τη ζωή. Στη βεντέτα, η απώλεια δεν υφίσταται επεξεργασία αλλά επενδύεται εκ νέου στη βία, μετατρέποντας το τραύμα σε πράξη. Ο θάνατος του Άλλου λειτουργεί ως ψευδής επανόρθωση, όπου η καταστροφή υποκαθιστά την ψυχική επεξεργασία του πόνου. Η βία, επομένως, διατηρεί τη λειτουργία ενός «μελαγχολικού δεσμού» που αναπαράγει την απώλεια μέσα από την πράξη της εκδίκησης (Kristeva, 1989). Σε κοινωνικοψυχολογικό επίπεδο, η δυναμική αυτή ενισχύεται από την ηθική ταύτιση της ομάδας, η οποία θεμελιώνει την αυτοαντίληψή της στην υπεροχή έναντι του εχθρικού συνόλου και στη διατήρηση του αισθήματος συλλογικής δικαιοσύνης (Ellemers, 2012).
Η Klein (1940) τόνισε ότι η ικανότητα πένθους προϋποθέτει την αναγνώριση της αμφιθυμίας απέναντι στο αντικείμενο και τη συμβολική ενσωμάτωση της απώλειας. Στην ψυχοδυναμική της βεντέτας, η διεργασία αυτή παραμένει ατελής. Η αγάπη και το μίσος συγκατοικούν αδιαχώριστα στο εσωτερικό του υποκειμένου, το οποίο αδυνατεί να επεξεργαστεί το πένθος και μετατρέπει την εσωτερική του σύγκρουση σε πράξη βίας. Η επιθετικότητα λειτουργεί ως άμυνα απέναντι στον κίνδυνο αποδιοργάνωσης του Εγώ και ως μηχανισμός διατήρησης μιας ψευδούς αίσθησης συνοχής. Ο εχθρός καθίσταται καθρέφτης του εσωτερικού διχασμού, το εξωτερικό υποκατάστατο του απωθημένου πόνου. Η Faimberg (2005) περιγράφει αυτή τη δυναμική ως μεταβίβαση ενός ξένου εντός του εαυτού, δηλαδή ενός τραύματος που δεν έχει συμβολοποιηθεί και επανεμφανίζεται στο επόμενο γενεαλογικό επίπεδο. Αντίστοιχα, η Danieli (1998) υπογραμμίζει ότι το διαγενεακό τραύμα οργανώνει μορφές ψυχικής ταύτισης που αναπαράγουν το αδιέξοδο της απώλειας μέσω της πράξης. Στο πλαίσιο της βεντέτας, η βία εκφράζει ένα συσσωρευμένο ψυχικό φορτίο που διαπερνά τις γενιές και μεταβιβάζεται ως ανεπεξέργαστη μνήμη.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η βεντέτα συνιστά μορφή κοινοτικής διατήρησης μέσω της βίας, όπως έχει επισημάνει ο Girard (1972). Το αίμα αποκτά λειτουργία συμβολικής ανανέωσης των δεσμών, ενοποιώντας τα μέλη μέσα από την καταστροφή. Η συνοχή της ομάδας δεν θεμελιώνεται στην κοινή αξία της ζωής αλλά στον φόβο της απώλειας και στην ανάγκη εξάλειψης της απειλής. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει μια μορφή συλλογικής συναισθηματικής μετάδοσης, όπου η επιθετικότητα μεταφέρεται μέσω μιμητικών μηχανισμών και αποκτά χαρακτήρα κοινωνικού καθήκοντος (Le Bon, 1895). Η συμμετοχή στην πράξη της εκδίκησης παρέχει στο υποκείμενο αίσθηση ταυτότητας και σκοπού, μετατρέποντας την ατομική οδύνη σε εμπειρία συλλογικής νοηματοδότησης.
Η σκηνή στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο, με τους συγγενείς να εκφράζουν οργή απέναντι στην Αστυνομία, αποτυπώνει την αποδιοργάνωση του συλλογικού πλαισίου. Ο θυμός μετατοπίζεται από τον άμεσο αντίπαλο προς κάθε θεσμό που αδυνατεί να αποκαταστήσει την αίσθηση δικαιοσύνης. Το κράτος βιώνεται ως ανίκανο να περιέξει το τραύμα της κοινότητας και ο νόμος χάνει τη λειτουργία του ως συμβολικό ανάχωμα. Η έλλειψη θεσμικού περιέχοντος, κατά την έννοια του Bion (1962), αφήνει το υποκείμενο εκτεθειμένο σε πρωτογενή άγχη και το ωθεί στην πράξη ως μέσο ψευδοθεραπείας. Η αυτοδικία αναδύεται τότε ως προσπάθεια ανάκτησης ελέγχου πάνω στην εμπειρία της αδυναμίας, μια ενέργεια που προσωρινά αποκαθιστά την ψευδαίσθηση τάξης μέσα σε ένα πεδίο διάλυσης.
Η βεντέτα συνιστά έκφραση ενός κοινωνικού ασυνειδήτου που αντιστέκεται στη λήθη και μεταδίδει το τραύμα μέσα από τις γενιές. Η μεταβίβαση αυτής της ανεπεξέργαστης μνήμης συγκροτεί μια συνεχή ανάγκη αποκατάστασης του χαμένου νοήματος. Το πένθος που δεν κατορθώνει να εκφραστεί λεκτικά επανέρχεται ως πράξη, μετατρέποντας τη βία σε υποκατάστατο της θλίψης. Σύμφωνα με τη Faimberg (2005) και τον Daniel (2018), το διαγενεακό ασυνείδητο περιλαμβάνει εκείνα τα βιώματα που δεν μπορούν να ενσωματωθούν ψυχικά και αναπαράγονται μέσα από ασυνείδητες ταυτίσεις. Η επεξεργασία αυτού του τραύματος απαιτεί τη συμβολική εργασία της μνήμης και την αποδοχή της απώλειας ως κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Μόνο όταν η μνήμη πάψει να είναι όπλο και γίνει λόγος, η κοινότητα μπορεί να εξέλθει από τον φαύλο κύκλο της αιματηρής επανάληψης.
Αναφερόμενη βιβλιογραφία
Bion, W. R. (1984). Learning from experience. London: Routledge.
Danieli, Y. (1998). International handbook of multigenerational legacies of trauma. New York: Plenum Press. https://doi.org/10.1007/978-1-4757-5567-1
Ellemers, N. (2012). The group self. Science, 336(6083), 848–852. https://doi.org/10.1126/science.1220987
Faimberg, H. (2005). The telescoping of generations: Listening to the narcissistic links between generations. London: Routledge.
Freud, S. (1957). Mourning and melancholia (J. Strachey, Trans.). In The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud (Vol. 14, pp. 243–258). London: Hogarth Press. (Original work published 1917)
Girard, R. (1972). La violence et le sacré. Paris: Grasset.
Klein, M. (1940). Mourning and its relation to manic-depressive states. International Journal of Psychoanalysis, 21, 125–153.
Kristeva, J. (1989). Black sun: Depression and melancholia (L. S. Roudiez, Trans.). New York: Columbia University Press.
Le Bon, G. (1895). La psychologie des foules. Paris: Félix Alcan.
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In W. G. Austin & S. Worchel (Eds.), The social psychology of intergroup relations (pp. 33–47). Monterey, CA: Brooks/Cole.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.

			


    	
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							


















							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							
							








